Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μαρξ και πρωταρχική συσσώρευση. Ο διαρκής χαρακτήρας των «περιφράξεων» του κεφαλαίου

Αναδημοσίευση από τη Μαρξιστική Επιθεώρηση PRAXIS



1. Εισαγωγή

Τα τελευταία είκοσι χρόνια ο ορθόδοξος νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί σε όλα τα βασικά επίπεδα διακυβέρνησης και διαμορφώνει τις πολιτικές υποδείξεις των σημαντικότερων think tanks σε όλο το κόσμο. Οι χώρες έχουν γίνει μάρτυρες μαζικών επιθέσεων σε εκείνες τις λειτουργίες του κράτους οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να αντισταθμίζουν τις ανεπάρκειες και αδικίες της αγοράς. Οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες λαμβάνουν φυσικά πολλές μορφές και σχήματα. Αυτό εξαρτάται από το ποιο ήταν το ιστορικό και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο εφαρμόστηκαν είτε στις «πλούσιες» χώρες του Βορρά είτε στις «φτωχές» χώρες του Νότου ή στις «μεταβατικές» χώρες της Ανατολής.

Ωστόσο, με μια βιαστική ανάγνωση της τεράστιας βιβλιογραφίας σε αυτό το θέμα, αυτό που μπορεί αν  ειπωθεί είναι μια έντονη αίσθηση ότι υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στις περικοπές στα επιδόματα ανεργίας στη Βρετανία που επέφερε η ανάγκη να ισοσκελισθεί ο προϋπολογισμός, το κύμα ιδιωτικοποιήσεων στην Πολωνία που επέφερε η ανάγκη για διάλυση του κρατικού σοσιαλισμού και οι περικοπές στις επιδοτήσεις τροφίμων στην Τανζανία που επέφερε η ανάγκη για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους. Αυτό το κείμενο δείχνει ότι ο επαναπροσδιορισμός της μαρξιστικής θεωρίας της πρωταρχικής συσσώρευσης μπορεί να μας δώσει κάποιες σημαντικές πληροφορίες στον κοινό κοινωνικό χαρακτήρα σε αυτό που εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται να είναι οι διαφορετικές πολιτικές που επιφέρουν διαφορετικές καταστάσεις.


Σύμφωνα με μια από τις επικρατούσες παραδοσιακές ερμηνείες, η αντίληψη του Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση δείχνει την ιστορική διαδικασία που γέννησε τις προϋποθέσεις (preconditions) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτές οι προϋποθέσεις αναφέρονται κυρίως στη δημιουργία ενός τμήματος του πληθυσμού το οποίο δεν έχει άλλους τρόπους επιβίωσης παρά μόνο να πουλήσει την εργατική του δύναμη σε μια εκκολαπτόμενη αγορά εργασίας και στην συσσώρευση του κεφαλαίου, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις αναδυόμενες βιομηχανίες. Με αυτή την έννοια, το επίθετο «πρωταρχική» αντιστοιχεί σε μια σαφή χρονικά διάσταση (στο παρελθόν), η οποία αποτέλεσε τη συνθήκη για το καπιταλιστικό μέλλον. Εναλλακτικά, η ίδια έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης έχει ερμηνευθεί ως το διαρκές φαινόμενο εντός της καπιταλιστικής λειτουργίας της παραγωγής, ειδικά συνδεδεμένη με τις μαρξιστικές αναλύσεις που έχουν περιγράψει την υποταγή του Νότου στον Βορρά της παγκόσμιας οικονομίας.

Σε αυτό το κείμενο, ισχυρίζομαι ότι η μαρξιστική θεωρία της πρωταρχικής συσσώρευσης μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει μαζί ένα ιστορικό και ένα διαρκές χαρακτήρα, αλλά και μορφές που αποκλίνουν από τις παραδοσιακές ερμηνείες. Στο δεύτερο μέρος εξετάζω εν συντομία τις δυο κλασσικές προσεγγίσεις της πρωταρχικής συσσώρευσης εντός της μαρξιστικής παράδοσης. Στο τρίτο μέρος εξετάζω τον ορισμό του Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση και τον τοποθετώ εντός της ευρύτερης ανάλυσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό θα οδηγήσει στην ανάδειξη των δυο πιο σημαντικών θεωρητικών επιπτώσεων της μαρξιστικής ιδέας της πρωταρχικής συσσώρευσης, η οποία περιγράφει τον αναγκαστικό διαχωρισμό μεταξύ των ανθρώπων και των κοινωνικών μέσων παραγωγής και επιπλέον ότι αυτός ο διαχωρισμός μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Στο τέταρτο μέρος εν συντομία επεκτείνω το τρίτο μέρος και ερευνώ μερικές από τις μορφές τις πρωταρχικής συσσώρευσης που εξετάσθηκαν από τον Marx. Τέλος στο πέμπτο μέρος, επιστρέφω στο κοινωνικό νόημα της πρωταρχικής συσσώρευσης όπως έχει προσδιοριστεί στο τρίτο μέρος. Με τα θεωρητικά εργαλεία του Μαρξ -κυρίως την ανάλυσή του για τις σχέσεις μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, την θεωρία της αλλοτρίωσης και την διάκριση μεταξύ συσσώρευσης και πρωταρχικής συσσώρευσης- θα υποστήριζα ότι η πρωταρχική συσσώρευση είναι απαραίτητη σήμερα στα «ώριμα» καπιταλιστική συστήματα και, λόγω του αντιφατικού χαρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων, προϋποθέτει ένα «διαρκή» χαρακτήρα. Ως συμπέρασμα, εξετάζω τις πολιτικές επιπτώσεις αυτής της ανάλυσης.

2. Μια σύντομη ανασκόπηση των παραδοσιακών ερμηνειών.

Η έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης αποτελεί μια απο εκείνες τις ιδέες έχουν εισαχθεί στο κοινό λεξιλόγιο των μελετητών του Μαρξ, χωρίς να έχει προκαλέσει ιδιαίτερες διαμάχες ή θεωρητικές συζητήσεις (1). Στη βιβλιογραφία είναι πιθανόν να αναγνωριστούν δυο βασικά ερμηνευτικά πλαίσια της πρωταρχικής συσσώρευσης. Το πρώτο θα μπορούσε να ειπωθεί ότι εκπροσωπείται απο τις πρώιμες μελέτες του Λένιν «η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία» (1899). Αυτή η προσέγγιση βλέπει την πρωταρχική συσσώρευση κυρίως ως την ιστορική προϋπόθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και για αυτό εστιάζει στη διαδικασία διαχωρισμού μεταξύ των ανθρώπων και των τρόπων παραγωγής τη στιγμή της μετάβασης μεταξύ των τρόπων παραγωγής. Στην πολεμική του εναντίων των λαϊκιστών- populists (οι οποίοι πίστευαν ότι η έλλειψη μιας ανεπτυγμένης αγοράς θα εμπόδιζε την καπιταλιστική ανάπτυξη στη Ρωσία) ο Λένιν επιχειρηματολογούσε ότι η εξαφάνιση των αγροτών και η απαλλοτρίωσή τους μαζί με εκείνη των κοινοτήτων τους, ήταν οι συνθήκες για την δημιουργία της καπιταλιστικής αγοράς στην Ρωσία. Ο Λένιν είδε αυτή τη διαδικασία ως αναπόφευκτη και τελικά θετική, αν και συχνά τόνιζε τις αντιφάσεις αυτής της διαδικασίας. Ωστόσο, αυτές οι αντιφάσεις δεν περιελάμβαναν το ζήτημα των αντιστάσεων των αγροτών ενάντια στην απαλλοτρίωση και στο πως αυτή η αντίσταση θα μπορούσε να συμβάλει στο να δημιουργηθούν αποτελέσματα που έρχονται σε αντίθεση με τις απαίτησης της ανάπτυξης του ρωσικού καπιταλισμού. Όπως ο ίδιος δεν προέβλεπε την αντίσταση των αγροτών, δεν προέβλεψε τη ρωσική «αιματηρή νομοθεσία»(Marx 1867: 896) που θα συναντούσε αυτή η αντίσταση.

Το βιβλίο «η συσσώρευση του Κεφαλαίου» (1913) της Ρόζα Λούξεμπουργκ, αντιπροσωπεύει την δεύτερη διαφορετική ερμηνεία. Παρόλο που η Ρόζα Λούξεμπουργκ επίσημα αποδέχεται την παραδοχή ότι η πρωταρχική συσσώρευση ήταν ένα φαινόμενο που συνέβη σε μια συγκεκριμένη εποχή σε κάποιο μέρος και οδήγησε στο καπιταλισμό (για μια κριτική δες Rosdolsky 1977: 279), το θεωρητικό της πλαίσιο τοποθετείται προς μια διαφορετική ερμηνεία. Στο πλαίσιο της Λούξεμπουργκ τα μαρξιστικά επεκτατικά αναπαραγωγικά σχήματα είναι μόνο η αναπαράσταση των μαθηματικών συνθηκών για συσσώρευση στην περίπτωση που υπάρχουν μόνο δυο τάξεις. Στην πραγματικότητα, αυτή ισχυρίζεται, η καπιταλιστική παραγωγή πρέπει να βασίζεται και σε κάποια τρίτα τμήματα (αγρότες, μικροί ανεξάρτητοι παραγωγοί κτλ) οι οποίοι θα είναι οι αγοραστές των προϊόντων. Έτσι με την επιβολή των ανταλλακτικών σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικής και μη-καπιταλιστικής παραγωγής γίνονται απαραίτητα για την επίτευξη της υπεράξιας. Ωστόσο αυτή η ανταλλακτική σχέση προσκρούει στις κοινωνικές σχέσεις της μη-καπιταλιστικής παραγωγής. Για να ξεπεραστεί η αντίσταση στο κεφάλαιο που αφανίζεται απο αυτή τη σύγκρουση, το κεφάλαιο πρέπει να καταφύγει σε στρατιωτική και πολιτική βία.

Εδώ η Λούξεμπουργκ, ανεξάρτητα απο το κύρος της συλλογιστικής της και της ερμηνείας στη μαρξιστική ανάλυση, μου φαίνεται ότι εισάγει μια κρίσιμη και θεμελιώδη θέση: πρόκειται για την επιπλέον οικονομική προϋπόθεση στην καπιταλιστική παραγωγή -αυτή που αποκαλούμε ως συμπληρωματική πρωταρχική συσσώρευση- και η οποία αποτελεί εγγενές και διαρκές στοιχείο των μοντέρνων κοινωνιών και το εύρος της δράσης της εκτείνεται σε ολόκληρο τον κόσμο.
Κατά συνέπεια, η Λούξεμπουργκ είναι ικανή να συνδέσει την θεωρητική της ανάλυση για την συσσώρευση με μια πολιτική πρόβλεψη: απο τι στιγμή που ολόκληρος ο κόσμος θα γίνει καπιταλιστικός, η καπιταλιστική συσσώρευση θα φτάσει στο ιστορικό της τέλος. Πριν γίνει η κατάρρευση, όπως θα προέβλεπαν οι αντικειμενικές συνθήκες ως απο μηχανής θεός μπαίνει στη σκηνή η ταξική πάλη. Όπως στην περίπτωση του Λένιν, επίσης για την Λουξεμπουργκ η αντίσταση και ο αγώνας δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία της πρωταρχικής συσσώρευσης, αλλά μόνο ένα πιθανό, αν και σημαντικό υποπροϊόν.

Οι δυο κλασσικές ερμηνείες του Λένιν και της Λούξεμπουργκ άφησαν το στίγμα τους στις επόμενες προσεγγίσεις. Είναι ίσως χρήσιμο να ονομαστεί η ερμηνεία του Λένιν ως «ιστορική πρωταρχική συσσώρευση» για να δείξει μια εποχή ιστορικά και χρονικά προσδιορισμένη, η οποία περιγράφει τον τρόπο διαχωρισμού μεταξύ των ανθρώπων και των μέσων παραγωγής. Η προσέγγιση της Λούξεμπουργκ για την πρωταρχική συσσώρευση θα μπορούσε να ονομαστεί ως «εγγενής-συνεχόμενη πρωταρχική συσσώρευση»  καθώς επιδιώκει να δείξει το γεγονός ότι το χαρακτηριστικό της επιπλέον οικονομικής διαδικασίας του διαχωρισμού των ανθρώπων από τα μέσα παραγωγής είναι διαρκές και εγγενής διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής.

Μεταγενέστερες πιο σύγχρονες ερμηνείες φαίνεται να μοιράζονται τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των δυο προσεγγίσεων. Για παράδειγμα, στην κλασσική μελέτη της ανάπτυξης του καπιταλισμού ο Maurice Dobb χρησιμοποιεί την κατηγόρια της πρωταρχικής συσσώρευσης για να δείξει μια σαφώς προσδιορισμένη εποχή της συσσώρευσης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, η οποία είναι γνωστή ως εποχή του μερκαντιλισμού:

«Εάν υπάρχει κάποιο νόημα στην πρωταρχική συσσώρευση (με την μαρξιστική έννοια του όρου) πριν την εποχή της πλήρης άνθησης της καπιταλιστικής παραγωγής, αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά πρώτο λόγο ως μια συσσώρευση των αξιώσεων του κεφαλαίου – τίτλων σε υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία τα οποία συσσωρεύονται αρχικά για κερδοσκοπικούς λόγους, και δεύτερον ως συσσώρευση στα χέρια της τάξης που λόγω της ιδιαίτερης θέσης της στην κοινωνία, είναι σε θέση τελικά να μετατρέψει αυτούς τους αποταμιευμένους τίτλους σε πλούτο σε πραγματικά μέσα παραγωγής. Με αλλά λόγια, όταν κάποιος μιλάει για συσσώρευση με μια ιστορική έννοια, θα πρέπει να αναφέρεται στην ιδιοκτησία των περιουσιακών στοιχείων και στην μεταβίβαση της ιδιοκτησίας και όχι σε ποσότητες των υλικών μέσων παραγωγής που υπάρχουν (Dobb 1963: 178).

Για  αυτό, σύμφωνα με τον Dobb, η πρωταρχική συσσώρευση είναι μια συσσώρευση «με μια ιστορική έννοια». Αξίζει να σημειωθεί ότι επίσης και ο Paul Sweezy, ο βασικός αντίπαλος του Dobb στη διάσημη συζήτηση για τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό που δημοσιεύθηκε στο Science and Society 1950-53, αναγνώρισε τον ισχυρισμό του Dobb για «την εξαιρετική αντιμετώπιση των ουσιαστικών προβλημάτων της περιόδου της αρχικής συσσώρευσης» (Sweezy 1950: 157). Σήμερα η ιστορική συζήτηση πάνω στην «μετάβαση» (collected in Hilton 1978) και οι μεταγενέστερες εξελίξεις και μεταμορφώσεις όπως αυτή του Brenner στο περιοδικό Past and Present τη δεκαετίας του 70 (collected in Astor and Philperin 1985) και οι επόμενες ανταλλαγές απόψεων στο Science and Society (Gottlieb 1984; Leibman 1984; Sweezy 1986; McLennon 1986) χαρακτηρίζονται από μια γενική αποδοχή της ιστορικής αποδοχής της πρωταρχικής συσσώρευσης.

Διαφορετική από την προσέγγιση του Dobb για την πρωταρχική συσσώρευση ως μια ιστορική πρωθύστερη περίοδο, είναι η προσέγγιση του Samir Amin, ο οποίος είναι πιο κοντά στην έννοια της εγγενούς και συνεχόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης η οποία προκαλείται μέσω αυτού που ο Amin ορίζει ως μεταφορά της αξίας εντός της παγκόσμιας οικονομίας. Οι σχέσεις μεταξύ των σχηματισμών του «ανεπτυγμένου» κόσμου (το κέντρο) και αυτών του αναπτυσσόμενου κόσμου (περιφέρεια) επηρεάζεται από μεταφορές της αξίας, και αυτές συνιστούν την ουσία του προβλήματος της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Κάθε φορά που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εισάγεται σε σχέσεις με προ-καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής και τις υποδουλώνει, η μεταφορά της αξίας λαμβάνει χώρα από τους προ-καπιταλιστικούς σχηματισμούς στους καπιταλιστικούς, ως αποτέλεσμα των μηχανισμών της πρωταρχικής συσσώρευσης. Αυτοί οι μηχανισμοί δεν ανήκουν μόνο στην προϊστορία του καπιταλισμού, είναι και σύγχρονοι. Είναι αυτοί οι σχηματισμοί της πρωταρχικής συσσώρευσης, τροποποιημένοι αλλά διαρκείς, προς όφελος του κέντρου, που αποτελούν το πεδίο της θεωρίας της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα (Amin 1974: 3).

Μια άλλη ερμηνεία εντός αυτού του γενικού πλαισίου μπορεί επίσης να συμπεριλάβει την έννοια του Wallerstein (1979) για ένα παγκόσμιο σύστημα. Ο διαρκής χαρακτήρας της πρωταρχικής συσσώρευσης σε αυτούς τους λογαριασμούς τονίζει του μηχανισμούς επιβολής της συσσώρευσης και κυκλοφορίας του κεφαλαίου.

Μια προσεκτική εξέταση του ορισμού του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση μας επιτρέπει να αξιολογήσουμε κριτικά τα ιστορικά και διαρκή επιχειρήματα και να τα αναδιατυπώσουμε με πολιτικούς όρους. Η κρίσιμη ιδέα στον πυρήνα της προσεγγίσεις του Marx είναι η έννοια του διαχωρισμού των παραγωγών και των μέσων παραγωγής (από εδώ και πέρα θα την αναφέρω απλώς ως διαχωρισμό) Αυτή η έννοια, όταν εισέρχεται στο εσωτερικό στην σύγκρουσης ανάμεσα στη λογική της απεριόριστης συσσώρευσης (boundless accumulation) του κεφαλαίου και στον αγώνα των ανθρώπων για ελευθερία και αξιοπρέπεια, όχι μόνο μας βοηθά να περιγράψουμε τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της «πρωταρχικής συσσώρευσης» αλλά επίσης τοποθετεί ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα κάθε εναλλακτικής στον καπιταλισμό, την άμεση πρόσβαση στα μέσα ύπαρξης (means of existence).

3. Η αντίληψη του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση

3.1 Ο ορισμός της πρωταρχικής συσσώρευσης

Στο όγδοο κεφαλαίο του όγδοου μέρους του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, ο Marx περιγράφει «την αποκαλούμενη πρωταρχική συσσώρευση». Για οποιαδήποτε δοσμένη χρονική περίοδο, η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης προϋποθέτει φυσικά ότι κάποιο πριν τη συσσώρευση κεφαλαίο ρίχτηκε στη διαδικασία της παραγωγής. Φαίνεται λοιπόν ότι η καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της προϋποθέτει κάποια «αρχική» (original) ή πρωταρχική (primitive) συσσώρευση. Παρόλο που ποτέ δεν χρησιμοποίησε τον όρο, ο Adam Smith ήταν ο πρώτος που αναφέρεται σε αυτή την έννοια ισχυριζόμενος ότι «η συσσώρευση των αποθεμάτων» είναι η προϋπόθεση για τον καταμερισμό της εργασίας (Smith 1776:277) και κατά συνέπεια, για την βελτίωση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Η προσέγγιση του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση εμφανίζεται από την αρχή συνδεδεμένη με το διαφορετικό θεωρητικό νόημα που αποδίδει ο Marx στο κεφάλαιο. Η έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης βασίζεται στην έννοια του κεφαλαίου ως ταξική σχέση, και όχι ως «απόθεμα»: η σχέση – κεφάλαιο προϋποθέτει ένα πλήρη διαχωρισμό ανάμεσα στους εργάτες και την ιδιοκτησία των συνθηκών για την υλοποίηση της εργασίας (Marx 1867: 874, οι υπογραμμίσεις δικές μου).

Δίνοντας τον ορισμό του κεφαλαίου ως ταξική σχέση, έρχεται ως επακόλουθο ότι η διαδικασία … που δημιουργεί την σχέση-κεφάλαιο, μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο παρά η διαδικασία που διαχωρίζει τον εργάτη από την ιδιοκτησία των συνθηκών της δικιάς του εργασίας, είναι μια διαδικασία η οποία λειτουργεί σε δυο μετασχηματισμούς, τα κοινωνικά μέσα της διαβίωσης και παραγωγής μετατρέπονται σε κεφάλαιο και οι άμεσοι παραγωγοί μετατρέπονται σε μισθωτούς-εργάτες (Marx 1867: 874).

Έτσι η αποκαλούμενη πρωταρχική συσσώρευση… δεν είναι τίποτε άλλο από την ιστορική διαδικασία του διαχωρισμού των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής (Marx 1867: 874-5).
Μπορούμε επίσης να βρούμε ενδείξεις της έμφασης του Marx στις ταξικές σχέσεις στην δομή αυτού του τμήματος του Κεφαλαίου. Ο Marx αφιερώνει δυο κεφάλαια αυτού του τμήματος στο σχηματισμό της εργατικής τάξης (Κεφάλαια 27 και 28) και τρία κεφάλαια στο σχηματισμό της αστικής τάξης (Κεφάλαια 29, 30 and 31).

Υπάρχουν τρία κεντρικά σημεία τα οποία πιστεύω ότι είναι σημαντικά στην κατανόηση της προσέγγισης του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση. Το πρώτο είναι ότι ο διαχωρισμός των παραγωγών και των μέσων παραγωγής είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό τόσο της συσσώρευσης όσο και της πρωταρχικής συσσώρευσης. Το δεύτερο είναι ότι ο διαχωρισμός αποτελεί μια κεντρική κατηγορία (εάν όχι την πιο κεντρική κατηγορία) της κριτικής του Marx στην πολιτική οικονομία. Το τρίτο είναι ότι η διαφορά μεταξύ της συσσώρευσης και της πρωταρχικής συσσώρευσης, είναι ουσιαστική, είναι μια διαφορά στις συνθήκες και μορφές στις οποίες εφαρμόζεται  ο διαχωρισμός.
Παρακάτω αναλύω τις τρεις πτυχές με την σειρά.

3.2 Ο διαχωρισμός και το μυστικό της (πρωταρχικής) συσσώρευσης

Η ιδέα του διαχωρισμού ισχύει τόσο στην συσσώρευση όσο και στην πρωταρχική συσσώρευση. Ο Marx είναι εξαιρετικά ακριβής σε αυτό. Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου τονίζει ότι η γνήσια συσσώρευση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πρωταρχική συσσώρευση… ότι ο Marx εξήγησε στον πρώτο τόμο με όρους διαχωρισμού… «αυξάνεται σε μια ανώτερη δύναμη» (Marx 1894: 354).. Στις θεωρίες της υπεραξίας είναι ακόμα πιο ακριβής, γράφοντας ότι η συσσώρευση «αναπαράγει τον διαχωρισμό και την ανεξάρτητη ύπαρξη του υλικού πλούτου ενάντια στην εργασία σε μια διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα» (Marx 1971: 315.), και συνεπώς «απλώς παρουσιάζεται ως μια συνεχής διαδικασία αυτό που στην πρωταρχική συσσώρευση εμφανίζεται ως μια διακριτή ιστορική διαδικασία (Marx 1971: 271; 311-2). Ξανά στα Grundrisse δηλώνει : «από τη στιγμή που είναι δεδομένος ο διαχωρισμός, η παραγωγική διαδικασία μπορεί μόνο τον παράξει εκ νέου, να τον αναπαράξει σε μια διευρυμένη κλίμακα» (Marx 1858: 462).

3.3 Η έννοια και κεντρικότητα του «διαχωρισμού» στη θεωρία του Marx

Είναι γνωστό ότι η μέθοδος του Marx για την έρευνα ξεκινάει από «τους νόμους της οικονομίας της αστικής τάξης… (οι οποίοι θεωρούνται) το κλειδί για την κατανόηση του παρελθόντος» παρά από την «πραγματική ιστορία των σχέσεων παραγωγής» (Marx 1858: 460-1). Έτσι η κατανόηση αυτού που ο Marx εννοεί ως διαχωρισμό στο πλαίσιο της κεφαλαιακής συσσώρευσης μας επιτρέπει να αποδεχτούμε το νόημα που δίνει στην «αρχική» πρωταρχική συσσώρευση.

Στο πλαίσιο της συσσώρευσης, ο διαχωρισμός των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής σημαίνει ουσιαστικά ότι «οι αντικειμενικές συνθήκες της ζωντανής εργασίας εμφανίζονται ως διαχωρισμένες, ανεξάρτητες αξίες απέναντι στις ικανότητες της ζωντανής εργασίας» (Marx 1858: 461). Ο διαχωρισμός των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής στο κοινωνικό επίπεδο σημαίνει την τοποθέτηση της ζωντανής εργασίας και των συνθηκών παραγωγής ως ανεξάρτητες αξίες που βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους: Οι αντικειμενικές αξίες της ικανότητας της ζωντανής εργασίας προϋποθέτονται σαν να έχουν μια ανεξάρτητη ύπαρξη, ως η αντικειμενικότητα του υποκειμένου να διακρίνεται από την ικανότητα της ζωντανής εργασίας και να στέκεται ανεξάρτητη και εναντίον του, η αναπαραγωγή και πραγμάτωση, π.χ. η επέκταση αυτών των αντικειμενικών συνθηκών, είναι για αυτό την ίδια στιγμή η αναπαραγωγή τους και νέα παραγωγή, καθώς ο πλούτος ενός ξένου υποκειμένου αδιάφορα και ανεξάρτητα στέκεται ενάντια στην ικανότητα της εργασίας. Αυτό που είναι τελικά η αναπαραγωγή και η εκ νέου παραγωγή δεν είναι μόνο η παρουσία αυτών των αντικειμενικών συνθηκών της ζωντανής εργασίας, αλλά επίσης η παρουσίαση τους ως ανεξάρτητες αξίες, π.χ. αξίες που ανήκουν σε ένα ξένο υποκείμενο, που αντιμετωπίζει τη ικανότητα  ζωντανή εργασία(Marx 1858: 462).

Για αυτό, αυτός ο διαχωρισμός είναι μια θεμελιώδης συνθήκη για την θεωρία του Marx για τη πραγμοποίηση, δηλαδή το μετασχηματισμό του υποκειμένου σε αντικείμενο. Με άλλα λόγια, λόγω αυτού του διαχωρισμού «οι αντικειμενικές συνθήκες της εργασίας έχουν ως αποτέλεσμα την υποκειμενική ύπαρξη έναντι της ζωντανής ικανότητας της εργασίας» (Marx 1858: 462).
Αυτό σημαίνει ότι τα μέσα παραγωγής υπόκεινται σε διαδρομές αυτό-αξιοποίησης και αυτό-επέκτασης και αυτό είναι το μόνο που μετράει από την πλευρά του κεφαλαίου. Από την άλλη η ζωντανή εργασία, η «υποκειμενική ύπαρξη» κατεξοχήν (par excellence) μετατρέπεται σε ένα πράγμα μεταξύ άλλων πραγμάτων, «είναι απλώς η τιμή μιας ιδιαίτερης χρήσης μαζί με τις συνθήκες της δικής της πραγμοποίησης ως αξία από την χρήση άλλων οξιών» (Marx 1858: 462). Η ιδιαιτερότητα αυτού του πραγμοποιημένου υποκειμένου… ζωντανής εργασίας… είναι ότι «το υλικό στο οποίο δουλεύει είναι ξένο υλικό, το μέσο είναι επίσης ξένο μέσο, είναι η εμφάνιση της εργασίας ως ένα απλό εξάρτημα προς την ύπαρξη τους και κατά συνέπεια αντικειμενοποιείται σε πράγματα που δεν ανήκουν σε αυτό. Πράγματι, η ζωντανή εργασία εμφανίζεται ως αλλοτριωμένη ενάντια στην ικανότητα της ζωντανής εργασίας» (Marx 1858: 462).

Ως εκ τούτου η ιδέα του διαχωρισμού απηχεί στην ανάλυση του Marx για την αποξενωμένη εργασία, ως εργασία που αλλοτριώθηκε από το αντικείμενο της παραγωγής, τα μέσα παραγωγής, το προϊόν και τους άλλους παραγωγούς (Marx 1844) Η αντίθεση που  παρατηρούμε βρίσκεται σε αυτόν τον ορισμό, και φυσικά πρόκειται για μια ταξική αντίθεση που εκφράζει «συγκεκριμένες σχέσεις στην παραγωγή, συγκεκριμένες σχέσεις στις οποίες οι κάτοχοι των συνθηκών παραγωγής απολαμβάνουνε την ζωντανή εργατική δύναμη ως ένα πράγμα» (Marx 1863-66: 989). Αυτοί οι ίδιοι κάτοχοι-ιδιοκτήτες θεωρούνται ως «προσωποποιημένο κεφαλαίο», στους οποίους το κεφάλαιο γίνεται κατανοητό σαν να έχει «μια κινητήρια δύναμη, που κατευθύνει την ανατίμησή του, να δημιουργεί υπεραξία, να προβαίνει στα σταθερά του μέρη, τα μέσα παραγωγής να απορροφά το μεγαλύτερο δυνατό πόσος της υπερ-εργασίας» (Marx 1867: 342). Η έννοια του διαχωρισμού μας δίνει την δυνατότητα να διευκρινίσουμε την αναφορά του Marx για την συσσώρευση του κεφαλαίου ως συσσώρευση των κοινωνικών σχέσεων : «η καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία… θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια συνολική, συνδετική διαδικασία, π.χ. ως μια διαδικασία αναπαραγωγής, που παράγει όχι μόνο αγαθά, όχι μόνο υπεραξία, αλλά παράγει και αναπαράγει την ίδια την σχέση-κεφαλαίου, από την μια πλευρά τον καπιταλιστή, από την πλευρά των μισθωτό-εργάτη» (Marx 1867: 724)

3.4 Η διάκριση μεταξύ συσσώρευσης και πρωταρχικής συσσώρευσης

Έχοντας ορίσει τον κοινό χαρακτήρα της συσσώρευσης και της αρχικής συσσώρευσης, ο Marx, φυσικά είναι πρόθυμος να θέσει και τις ιδιαιτερότητές τους. Σε αντίθεση με την ορθή συσσώρευση, αυτό «που μπορεί να οριστεί ως πρωταρχική συσσώρευση… είναι η ιστορική βάση, αντί του ιστορικού αποτελέσματος, της εξειδικευμένης καπιταλιστικής παραγωγής (Marx 1867: 775). Ενώ μοιράζονται τις ίδιες αρχές… τον διαχωρισμό… οι δυο έννοιες τοποθετούνται σε δυο διαφορετικές συνθήκες ύπαρξης. Η πρωταρχική συσσώρευση προϋποθέτει την εκ του μηδενός παραγωγή του διαχωρίσου, ενώ η συσσώρευση προϋποθέτει την αναπαραγωγή… σε μεγαλύτερη κλίμακα… του ίδιου του διαχωρισμού.

Είναι στην πραγματικότητα αυτό το διαζύγιο μεταξύ των συνθηκών εργασίας από τη μια πλευρά και των παραγωγών από την άλλη που μορφοποιεί την έννοια του κεφαλαίου, καθώς αναδύεται με την πρωταρχική συσσώρευση… στη συνέχεια εμφανίζεται ως μια συνεχόμενη διαδικασία στη συσσώρευση και στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, πριν την τελική του έκφραση ως τη συγκέντρωση των κεφαλαίων στα ήδη υπάρχοντα λίγα χέρια και στην αποκεφαλαιοποίηση (decapitalization) των πολλών (Marx 1894: 354-5).

Η βασική διαφορά έγκειται, επομένως για τον Marx όχι τόσο πολύ στο χρόνο για την εμφάνιση αυτού του διαχωρισμού… παρόλο που τα διαδοχικά στοιχεία είναι φυσικά πάντα παρόντα… όσο στις συνθήκες και καταστάσεις στις οποίες επιβάλλεται ο διαχωρισμός. Στα Grundrisse, για παράδειγμα, ο Marx τονίζει την διάκριση μεταξύ των συνθηκών που εμφανίζεται (γίνεται-becoming) το κεφάλαιο, και των συνθηκών της ύπαρξης του κεφαλαίου (υπάρχει-being). Η πρώτη συμβαίνει ως «εξαφάνιση την πραγματικής κεφαλαιακής ανάδυσης», ενώ η τελευταία δεν εμφανίζεται ως «οι συνθήκες της εμφάνισης, αλλά ως το αποτέλεσμα της παρουσίας» (Marx 1858: 460-1).

Ο Marx δίνει έμφαση εδώ σε ένα απλό αλλά κρίσιμο σημείο: «μόλις αναπτυχθεί ιστορικά, το κεφάλαιο από μόνο του δημιουργεί τις συνθήκες της ύπαρξής του (όχι όπως τις συνθήκες της ανάδυσης του, αλλά ως το αποτέλεσμα της ύπαρξής του)» (Marx 1858: 459) και για αυτό οδηγείται να αναπαράγει (σε αυξανόμενη κλίμακα) τον διαχωρισμό μεταξύ των μέσων παραγωγής και των παραγωγών. Ωστόσο, η εξαρχής παραγωγή του διαχωρισμού προϋποθέτει κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες τοποθετούνται έξω από την σφαίρα των απρόσωπων «καθαρών» οικονομικών νομών. Ο εξαρχής (ex novo) διαχωρισμός των μέσων παραγωγής και των παραγωγών αντιστοιχεί στην εξαρχής δημιουργία της αντιπαράθεσης μεταξύ των δυο, στην εξαρχής θεμελίωση του συγκεκριμένου αλλότριου χαρακτήρα που αποκτήθηκε από την εργασία στον καπιταλισμό.

Αυτό είναι το στοιχείο του νεωτερισμού, της «πρωτοτυπίας» που ο Marx φαίνεται να υποδηλώνει όταν τονίζει ότι ενώ η συσσώρευση βασίζεται κατά κύριο λόγο (primarily) στο «σιωπηλό εξαναγκασμό των οικονομικών σχέσεων (οι οποίες) θέτουν τη σφραγίδα για την κυριαρχία του καπιταλισμού επί των εργατών», στην περίπτωση της πρωταρχικής συσσώρευσης ο διαχωρισμός επιβάλλεται κατά κύριο λόγο μέσω «άμεσων επιπλέον οικονομικών δυνάμεων»(Marx 1867: 899-900), όπως το κράτος (Marx 1867: 900), συγκεκριμένοι τομείς των κοινωνικών τάξεων (Marx 1867: 900), κτλ. Μπορούμε για αυτό να πούμε ότι η πρωταρχική συσσώρευση για τον Marx είναι η κοινωνική διαδικασία που πραγματοποιείται από κάποιους κοινωνικούς πρωταγωνιστές (το κράτος, συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις κτλ), που στοχεύει στους ανθρώπους που έχουν κάποιας μορφής άμεση πρόσβαση στα μέσα παραγωγής. Αυτή η κοινωνική διαδικασία συχνά αποκτά τη μορφή της στρατηγικής που στοχεύει στο διαχωρισμό τους από τα μέσα παραγωγής.

Η παραπάνω συζήτηση μας επιτρέπει να εξηγήσουμε δυο μεγάλους θεωρητικούς ακρογωνιαίους λίθους για την αναδιατύπωση της θεωρίας του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση. Πρώτων, ο διαχωρισμός δεν δείχνει μόνο τη ρήξη μεταξύ των μέσων παραγωγής σε μια μακρινή ιστορική περίοδο «μετάβασης». Αυτό σημαίνει ότι η πρωταρχική συσσώρευση δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα μακρινό παρελθόν. Κατά την ερμηνεία του Marx που προτείνω, δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι αυτός ο διαχωρισμός δεν μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή, ακόμα και εντός του «ώριμου» καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όταν θέτονται οι συνθήκες για τον εξαρχής (ex novo) διαχωρισμό. Θα συζητήσω το θέμα με περισσότερες λεπτομέρειες στο κεφάλαιο 5, ενώ η αξιολόγηση των στοιχείων της συνέχειας στη θεωρία του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση εντός των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής. Δεύτερον, επιμένοντας στο ρόλο του διαχωρισμού στον ορισμό της πρωταρχικής συσσώρευσης και τονίζοντας ότι η διάκριση ανάμεσα στην συσσώρευση και στην πρωταρχική συσσώρευση βασίζεται στις συνθήκες εφαρμογής αυτού του διαχωρισμού ανοίγει το δρόμο για να διερευνηθούν το ποιες είναι οι διαφορετικές πιθανές μορφές της πρωταρχικής συσσώρευσης. Αυτό φυσικά μπορεί να οδηγήσει στη σχηματοποίηση μια ταξινομίας της πρωταρχικής συσσώρευσης η οποία δεν μπορεί να συζητηθεί εδώ. Στο κεφάλαιο 4 συζητώ μερικές παραλλαγές της πρωταρχικής συσσώρευσης που προτάθηκαν από τον Marx.

4. Διαφορετικές μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης στο Marx

Είναι γνωστό ότι η συζήτηση του Marx για τις διαδικασίες των περιφράξεων γης στην Αγγλία, ήταν μια απλή εικονογράφηση της πρωταρχικής συσσώρευσης, μια εικονογράφηση ειδικά για την Αγγλία[1]. Επιπλέον, ακόμη και εάν η συζήτηση του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση στην Αγγλία  μας πηγαίνει σε προκαθορισμένες μακρινές χώρες, στο βαθμό που αυτές οι περιοχές συνδέονται και υπαγάγονται στη διαδικασία της συσσώρευσης στην Αγγλία[2]. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι το δουλεμπόριο. Μεταξύ 1690 και 1721 νέα λιμάνια δημιουργήθηκαν (όπως το Λίβερπουλ), ενώ παλιά αναζωογονήθηκαν ως αποτέλεσμα της άνθησης του δουλεμπορίου (όπως το Μπρίστολ). Ο αριθμός των μεταφερομένων σκλάβων ανέβηκε από 27.500 τον 17ο αιώνα σε περίπου 40.000 με 100.000 τον 18ο αιώνα (Linebaugh 1991: 46). Ο Marx δεν είχε καμία δυσκολία στο να επισημάνει ότι «το Λίβερπουλ μεγάλωσε στη βάση του εμπορίου σκλάβων» και ότι πράγματι «αυτή ήταν η μέθοδος της πρωταρχικής συσσώρευσης» (Marx 1867: 924).

Ωστόσο, αυτή η μέθοδος της πρωταρχικής συσσώρευσης δεν συνεπάγονταν το κλασσικό μαρξιστικό μοντέλο μετάβασης που εφαρμόσθηκε στην Αφρική από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Αυτό το μοντέλο που ήταν κοινό μέχρι πρόσφατα στον ορθόδοξο μαρξισμό και δίνει έμφαση στο ρόλο που έπαιξαν οι περιφράξεις γης στην Αγγλία στον μετασχηματισμό από τη φεουδαρχία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, έχει συμβάλει στην μετατόπιση της έννοιας της πρωταρχικής συσσώρευσης από ακρογωνιαίο λίθο από το μνημειακό οικοδόμημα που γενικά αναφέρεται ως «θεωρία των σταδίων» [3]. Αντ’ αυτού το παράδειγμα του δουλεμπορίου δείχνει ότι η πρωταρχική συσσώρευση μπορεί να προκύψει μέσω των αλληλεπιδράσεων μεταξύ Βορρά και Νότου, του διεθνούς καταμερισμούς της εργασίας, την καταστροφή των αφρικάνικων κοινοτήτων και της υποδούλωσης. Ο Marx ήταν φυσικά πολύ καλός γνωστής όλων αυτών των μορφών. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, η «ιστορική διαδικασία του διαχωρισμού των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής» αποκάλυψε χαρακτηριστικά και διαστάσεις αρκετά διαφορετικές από την στερεοτυπική αναπαράσταση των περιφράξεων γης που απεικονίζουν το πέρασμα από την «φεουδαρχία» στον «καπιταλισμό» στην Ευρώπη. Εδώ η πρωταρχική συσσώρευση είναι κατά τον Braudel συνεπής με την κατανόηση της καπιταλιστικής οικονομίας ως παγκόσμιας οικονομίας (Braudel 1982), στην οποία συσσώρευση σε ένα τόπο μπορεί να αντιστοιχεί σε πρωταρχική συσσώρευση σε άλλο τόπο, στον οποίο η εξαρχής (ex novo) παραγωγή του διαχωρισμού μπορεί να αποτελεί τη συνθήκη της αναπαραγωγής του ίδιου διαχωρισμού σε ένα άλλο διασυνδεδεμένο όμως τόπο. Σε αυτή τη διασταύρωση, μπορούμε να εκτιμήσουμε πλήρως τις γνώσεις που παρέχονται από την ερμηνεία αυτού που ονομάσαμε ως «διαρκής εγγενής» πρωταρχική συσσώρευση.

Ο Μαρξ αναφέρεται και σε άλλες μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης. Αυτές είναι εκείνες που λαμβάνονται από την χειραγώγηση των χρημάτων από τα κράτη. Ο Marx εξετάζει το δημόσιο χρέος, το διεθνές πιστωτικό σύστημα και τους φόρους, ως θεμελιώδεις τρόπους για περαιτέρω πρωταρχική συσσώρευση. Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους ισχυρότερους μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Όπως με το χτύπημα του ραβδιού ενός μάγου, κληροδοτεί αντιπαραγωγικά χρήματα με την ισχύ της δημιουργίας και έτσι μετατρέπεται σε κεφάλαιο, χωρίς να αναγκάζεται το κεφάλαιο να εκτεθεί σε προβλήματα και ρίσκα που είναι συνδεδεμένα με την απασχόληση στην βιομηχανία ή ακόμα και σε τοκογλυφικές μεθόδους (Marx 1867: 919).

Συμπληρωματικά προς στο δημόσιο χρέος λειτουργεί το σύγχρονο φορολογικό σύστημα, του οποίου ο άξονας περιστροφής σχηματίζεται από φόρους στα πιο απαραίτητα μέσα διαβίωσης (και κατά συνέπεια από τις αυξήσεις στις τιμές τους), έτσι περιέχει εντός του το μικρόβιο της αυτόματης εξέλιξης. Η υπερφορολόγηση δεν είναι ένα τυχαίο περιστατικό, αλλά μάλλον μια αρχή. Στην Ολλανδία, όπου πρωτοεγκαινιάστηκε αυτό το σύστημα, ο μεγάλος πατριώτης De Witt, το εκθειάζει στο έργο του Maxims ως το καλύτερο σύστημα για την πραγμάτωση της υποταγής των μισθωτών εργατών (Marx 1867: 921).

Παρόλα αυτά, το διεθνές πιστωτικό σύστημα που μεγαλώνει με το εθνικό χρέος συχνά κρύβει μια από τις πηγές της πρωταρχικής συσσώρευσης… Ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου, που εμφανίζεται σήμερα στις ΗΠΑ χωρίς κανένα πιστοποιητικό γέννησης, ήταν χθες, στην Αγγλία το καπιταλιστικό αίμα των παιδιών (Marx 1867: 920). Όλα αυτά τα παραδείγματα, τονίζουν το γεγονός ότι η πρωταρχική συσσώρευση για τον Marx δεν αποκτά μόνο την μορφή της άμεσης περίφραξης της γης όπως συνέβη στην Αγγλία, αλλά επίσης προκαλείται και με άλλους τρόπους. Μια σύντομη επισκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας για τη σχέση μεταξύ τους χρέους των χωρών του τρίτου κόσμου και της εκτεταμένης φτώχιας αποκαλύπτει ότι τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού στον 18ο -19ο αιώνα μπορεί να έχουν εντυπωσιακή ομοιότητα με αυτά του 21ου αιώνα, λαμβάνονται φυσικά υπόψη τα διαφορετικά ιστορικά πλαίσια.

5. Ο διαρκής χαρακτήρας της πρωταρχικής συσσώρευσης

5.1. Εισαγωγή

Σε μια πρόσφατη σημαντική μελέτη ο Michael Perelman (2000, ch. 2)[4] υποστηρίζει ότι η ιδέα τους διαρκούς χαρακτήρα (continuous character) της πρωταρχικής συσσώρευσης του Marx έχει ως βάση τρεις κύριους άξονες ερμηνείας[5] και παρέχει κάποια αποδεικτικά στοιχεία[6]. Επίσης ο Perelman επισημαίνει ότι ο Marx ήθελε να μειώσει την σημασία της έννοιας της πρωταρχικής συσσώρευσης για πολιτικούς και στρατηγικούς παρά για θεωρητικούς λόγους. Η υπερβολική έμφαση στην πρωταρχική συσσώρευση θα αποσπούσε την προσοχή του αναγνώστη από «τον σιωπηρό καταναγκασμό της αγοράς» (Perelman 2000: 31). Το επιχείρημα είναι ότι ο Marx ήθελα να τονίσει τον ρόλο των δυνάμεων της αγοράς, όπου οι δυνάμεις της αγοράς είχαν αντικαταστήσει την πρωταρχική συσσώρευση ως πειθαρχικό μηχανισμό επιβολής του διαχωρισμού μεταξύ της εργασίας και των μέσων παραγωγής. Παρά το γεγονός ότι αυτή η ερμηνεία ίσως εξηγεί την μικρή επέκταση της συζήτησης του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση, δεν απαντάει στο ζήτημα της έκτασης στο οποίο το μαρξιστικό θεωρητικό πλαίσιο είναι συμβατό με τον διαρκή χαρακτήρα της πρωταρχικής συσσώρευσης.

5.2 Διάρκεια, ταξική σύγκρουση και κομμουνισμός

Από την ερμηνεία της ανάλυσης του Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση που παρουσιάστηκε έως τώρα, προκύπτουν δυο βασικά αλληλοσχετιζόμενα σημεία: πρώτον, η πρωταρχική συσσώρευση είναι η εξ αρχής ex-novo, παραγωγή του διαχωρισμού μεταξύ των παραγωγών και των μέσων παραγωγής και για αυτό, σε συγκεκριμένες συνθήκες, αποτελεί στρατηγική. Δεύτερον, αυτή η κοινωνική διαδικασία ή στρατηγική μπορεί να αποκτήσει διάφορες μορφές. Η ιστορικότητα που περιέχεται στην έννοια δεν αποκαλύπτεται τόσο πολύ από το γεγονός ότι η πρωταρχική συσσώρευση εμφανίζεται πριν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής –αν και αυτό είναι επίσης αλήθεια- αλλά αποτελεί την βάση, την βασική προϋπόθεση η οποία είναι απαραίτητη για να γίνει η συσσώρευση του κεφαλαίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η τελευταία ήταν και ο ορισμός του Marx και είναι πιο γενικός από αυτόν που υιοθετήθηκε από την κλασσική «ιστορική ερμηνεία» και συνεπώς την περιλαμβάνει. Αυτό συμβαίνει επειδή εάν η πρωταρχική συσσώρευση προσδιορίζεται με όρους προϋπόθεσης πληρείται για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, η χρονική προσωρινή της διάσταση περιλαμβάνει καταρχήν τόσο την περίοδο εγκαθίδρυσης των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής όσο και την διατήρηση και επέκταση κάθε φορά που οι παραγωγοί θέτουν τους εαυτούς τους ως εμπόδιο στην αναπαραγωγή του διαχωρισμού τους από τα μέσα παραγωγής, έναν διαχωρισμό που κατανοείται με τον τρόπο που περιγράφτηκε παραπάνω.

Ένας άλλος τρόπος να τεθεί θα ήταν μέσω της έννοιας του Karl Polanyi για την «διπλή κίνηση» (Polanyi 1944). Από τη μια πλευρά υπάρχει η ιστορική κίνηση της αγοράς, μια κίνηση που δεν έχει εγγενή όρια και για αυτό απειλεί την ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας. Από την άλλη υπάρχει η φυσική τάση της κοινωνίας να αμύνεται και για αυτό να δημιουργεί θεσμούς για την προστασία της. Με τους όρους του Polanyi το συνεχές στοιχείο της πρωταρχικής συσσώρευσης του Marx μπορεί να αναγνωριστεί σε εκείνες τις κοινωνικές διαδικασίες ή στο σύνολο των στρατηγικών που στοχεύουν στην διάλυση αυτών των θεσμών που προστατεύουν την κοινωνία από την αγορά. Το κρίσιμο στοιχείο της συνέχειας (continuity) στην αναδιατύπωση της θεωρίας του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση εμφανίζεται επομένως όταν αναγνωρίζουμε την άλλη κίνηση (the other) της κοινωνίας.

Έχουμε εξάγει τον στρατηγικό χαρακτήρα της πρωταρχικής συσσώρευσης από τον ορισμό της: «την ιστορική διαδικασία του διαχωρισμού των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής», ενώ στον ορισμό της συσσώρευσης αυτός ο διαχωρισμός συμβαίνει σε μια αυξανόμενη κλίμακα. Στον Marx, αυτός ο τελευταίος διαχωρισμός είναι ξεκάθαρα το αποτέλεσμα της κινητήριας δύναμης αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το κύριο ιστορικό υποκείμενο -αν και αποπροσωποποιημένο- το οποίο είναι, το κεφάλαιο, το οποίο ο Marx κατ’ επανάληψη προσδιορίζει με όρους ατέρμονης προσπάθειας αυτό-επέκτασης και συσσώρευσης[7]. Αυτή η ατέρμονη προσπάθεια για επέκταση συγκρούεται με όρια όπως αυτά των γεωγραφικών περιοχών. Παραδείγματα επέκτασης σε γεωγραφικές περιοχές αποτελεί  το ήδη προαναφερόμενο δουλεμπόριο σκλάβων που αναφέρεται στη συζήτηση του Marx και της Luxemburg[8]. Εντούτοις, ο Marx συχνά αναφέρεται στο κεφάλαιο ως αντίδραση ενάντια (vis-à-vis)  σε εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που θέτουν όρια στην συσσώρευση. Ειδικά, το κεφάλαιο μπορεί να ειδωθεί ως αντίδραση ενάντια στις συνέπειες διαφόρων αγώνων που ασχολούνται με αυτό που ο Marx πίστευε ότι είναι το κατεξοχήν (par excellence) ιστορικό υποκείμενο του κοινωνικού μετασχηματισμού – η εργατική τάξη[9].

Η σύγκρουση αυτών των δυο ιστορικών δυνάμεων αποκαλύπτει την αντιθετική φύση της «παρούσας μορφής των σχέσεων παραγωγής» που «δίνει σημάδια αυτού που πρόκειται να έρθει – που αποτελεί προαναγγελία του μέλλοντος» (Marx 1858: 461). Είδαμε ότι ο Marx προσδιόρισε την αντιφατική φύση που είναι εμπεδωμένη (embedded) στην καπιταλιστική σχέση παραγωγής με όρους διαχωρισμού μεταξύ των παραγωγών και των μέσων παραγωγής. Έτσι ο ορισμός της πρωταρχικής συσσώρευσης -απο τις απαρχές αυτού του διαχωρισμού- συνδέεται με την καρδιά του οράματος του Marx για την ανθρώπινη κοινωνία, όπως αυτή αντικατοπτρίζει το αντίθετο όραμα: ότι οι παραγωγοί έχουν άμεση πρόσβαση στα μέσα παραγωγής (δεν χρειάζεται να ειπωθεί ότι αυτή η πρόσβαση αναφέρεται σε συνθήκες συλλογικής παραγωγής και όχι απλώς σε ατομικές αγοραίες στρατηγικές επιβίωσης που θα είναι εναλλακτικές στη μισθωτή εργασία). Για τον Marx, η άμεση πρόσβαση στα μέσα παραγωγής μπορεί να αποκτήσει πολλές μορφές, μερικές απο τις οποίες ιστορικά συνυπήρξαν με μορφές εκμετάλλευσης (δες για μερικά παραδείγματα Marx (1867: 170-1)). Ωστόσο, όλα αυτά δείχνουν διαφορετικούς βαθμούς του ίδιου πράγματος που είναι χωρίς αμφιβολία κεντρικό στην σκέψη του Marx: η αυτονομία των παραγωγών και ο αυτοπροσδιορισμός στην οργάνωση και διαχείριση της κοινωνικής εργασίας. Ως εκ τούτου, η πρωταρχική συσσώρευση προσδιορίζεται με όρους διαχωρισμού (οι οποίοι αντιμετωπίζονται στο τελευταίο μέρος του Κεφαλαίου) και πρόκειται μια καθρεπτιζόμενη εικόνα (είδωλο) του άλματος του Marx σε μια υποθετική μετακαπιταλστική κοινωνία (η οποία προτείνεται στο πρώτο μέρος του Κεφαλαίου), την οποία φαντάζεται  ως «μια ένωση ελεύθερων ανθρώπων που εργάζονται με τα μέσα παραγωγής να είναι κοινά και δαπανούνε την πολύμορφη εργατική δύναμη με πλήρη αυτογνωσία ως μια ενιαία εργατική δύναμη» (Marx 1867: 171).
Σε προηγούμενη ενότητα επισήμανα ότι ο αλλοτριωμένος χαρακτήρας της εργασίας είναι το αποτέλεσμα της αναπαραγωγής του διαχωρισμού των παραγωγών και των μέσων παραγωγής εντός της διαδικασίας της συσσώρευσης. Ο αλλοτριωμένος χαρακτήρας της εργασίας αποτελεί ασφαλώς μια απο τις βασικές πηγές των εγγενών και διαρκών ταξικών συγκρούσεων εντός της μαρξιστικής θεωρίας για τον καπιταλισμό. Επίσης, η υπέρβαση είναι για τον Marx ο κύριος ορίζοντας κατά μήκος του οποίου μπορεί να προβλέψει μια μετακαπιταλστική κοινωνία. Ως εκ τούτου εντός του μαρξιστικού θεωρητικού και κριτικού πλαισίου, το διαζύγιο (ο διαχωρισμός) που είναι ενσωματωμένο στον προσδιορισμό της πρωταρχικής συσσώρευσης μπορεί να γίνει κατανοητό όχι μόνο ως οι απαρχές του κεφαλαίου ενάντια (vis-à-vis) στις προκαπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, αλλά επίσης ως επαναβεβαίωση των κεφαλαιακών προτεραιοτήτων ενάντια (vis-à-vis) σε εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που έρχονται σε αντίθεση με αυτόν τον διαχωρισμό. Έτσι, ο προκαπιταλιστικός χώρος της αυτονομίας (οι κοινές γαίες των άγγλων αγροτών (yeomen), τα κοινά στην Αφρική που στοχοποιούνται απο τους εμπόρους σκλάβων) δεν αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο των στρατηγικών της πρωταρχικής συσσώρευσης. Αντικείμενο της πρωταρχικής συσσώρευσης επίσης γίνεται οποιαδήποτε ισορροπία εξουσίας μεταξύ τάξεων που συνιστούν «ακαμψίες» για την περαιτέρω καπιταλιστική διαδικασία της συσσώρευσης ή αυτών που κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Απο την στιγμή που για τον Marx οι αγώνες της εργατικής τάξης αποτελούν ένα διαρκές στοιχείο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, το κεφάλαιο πρέπει διαρκώς να ασχολείται με στρατηγικές πρωταρχικής συσσώρευσης ώστε να αναδημιουργεί τις «βάσεις» αυτής κάθε αυτής της συσσώρευσης.

Αυτό το στοιχείο της διάρκειας της πρωταρχικής συσσώρευσης δεν είναι μόνο συνεπές με την εμπειρική ανάλυση του Marx που περιγράφει την διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης, αλλά φαίνεται επίσης να περιλαμβάνεται στο θεωρητικό του πλαίσιο. Αυτό συμβαίνει, διότι η συσσώρευση είναι ισότιμη με την πρωταρχική συσσώρευση «στο μεγαλύτερο βαθμό» και «από τη στιγμή που υπάρχει το κεφάλαιο, οι καπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής εξελίσσονται με τέτοιο τρόπο που να διατηρούν και να αναπαράγουν αυτόν τον διαχωρισμό σε μια ολοένα και αυξανόμενη κλίμακα μέχρι να γίνει η ιστορική ανατροπή» (Marx 1971: 271). Έτσι η «ανατροπή» ορίζεται ως το όριο της συσσώρευσης και η πρωταρχική συσσώρευση ορίζεται ως η πρόκληση -απο τη σκοπιά του κεφαλαίου- σε αυτή την «ιστορική ανατροπή». Στην ευρύτητά της η ταξική σύγκρουση δημιουργεί σημεία συμφόρησης στη διαδικασία της συσσώρευσης στην κατεύθυνση της μείωσης της απόστασης μεταξύ των παραγωγών και των μέσων παραγωγής, κάθε στρατηγική που χρησιμοποιείται για να ανακτήσει ή να ανατρέψει αυτήν την κίνηση εντάσσεται στην κατηγοριοποίηση  της πρωταρχικής συσσώρευσης -με βάση την θεωρία και τον ορισμό του Marx-.

Τα κείμενα του Marx είναι αρκετά σαφή ως προς αυτό. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα – αναπαράγω εδώ για ευκολία- η συσσώρευση βασίζεται στον «σιωπηλό εξαναγκασμό των οικονομικών σχέσεων (οι οποίες) θέτουν την σφραγίδα της κυριαρχίας των καπιταλίστων πάνω στους εργάτες». Σε αυτήν την περίπτωση, οι άμεσες επιπλέον οικονομικές δυνάμεις φυσικά χρησιμοποιούνται, αλλά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στην συνήθη λειτουργία των πραγμάτων, οι εργάτες μπορούν να αφεθούν στους «φυσικούς νόμους της παραγωγής» π.χ. Είναι πιθανό να επαναπαυτούν στην εξάρτησή τους απο το κεφάλαιο η οποία πηγάζει απο τις δικές τους συνθήκες παραγωγής και εγγυάται στο διηνεκές από αυτούς (Marx 1867: 899-900). Διαφορετικά ήταν κατά την ιστορική γέννηση της καπιταλιστικής παραγωγής. Η ανερχόμενη αστική τάξη χρειαζόταν την εξουσία τους κράτους και το χρησιμοποίησε για να «ρυθμίσει» του μισθούς, π.χ. Για να τους εξαναγκάσει να εμφανιστούν σε μεγέθη που ήταν κατάλληλα για την πραγματοποίηση κερδών, να επιμηκύνει την εργάσιμη μέρα και να κρατήσει τους εργάτες στο ιστορικό επίπεδο της εξάρτησής τους. Αυτή είναι μια σημαντική πτυχή απο αυτό που αποκαλείται πρωταρχική συσσώρευση (Marx 1867: 899-900).

Η βασική διαφορά μεταξύ της «συνήθης λειτουργίας των πραγμάτων ή της κανονικής ροής των πραγμάτων» (ordinary run of things) και της «πρωταρχικής συσσώρευσης» φαίνεται επομένως να είναι η ύπαρξη μιας «εργατικής τάξης η οποία μέσω εκπαίδευσης, παράδοσης και συνηθειών βλέπει τις απαιτήσεις αυτών των τρόπων παραγωγής ως αυτονόητους φυσικούς νόμους» (οπ.π.). Ως εκ τούτου, στο βαθμό που η εργατική τάξη αποδέχεται την απαίτηση του κεφαλαίου ως φυσικό νόμο, η συσσώρευση δεν έχει ανάγκη την πρωταρχική συσσώρευση. Ωστόσο, οι αγώνες της εργατικής τάξης αντιπροσωπεύουν ακριβώς την ρήξη στην εν λόγω αποδοχή, η μη συμμόρφωση στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, η άρνηση της υποταγής στη «κανονική ροή των πραγμάτων». Όταν συμβαίνει αυτό, δυο αλληλένδετα φαινόμενα ακολουθούν κατά τη γνώμη του Marx. Πρώτον η ιδεολογική χρήση της πολιτικής οικονομίας να νομιμοποιήσει τη «κανονική ροή των πραγμάτων», η τους «φυσικούς νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής»: μόλις οι εργάτες μάθουν το μυστικό του γιατί συμβαίνει ότι όσο περισσότερο εργάζονται, τόσο περισσότερο αλλοτριωμένο πλούτο παράγουνε... μόλις, με τη δημιουργία σωματείων, συνδικάτων κτλ προσπαθήσουν να οργανώσουν μια σχεδιασμένη συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων και των ανέργων με σκοπό να αποφευχθούν ή να αποδυναμωθούν στην τάξη τους οι καταστρεπτικές συνέπειες αυτού του φυσικού νόμου της καπιταλιστικής παραγωγής, τότε το κεφάλαιο και η συκοφαντική του πολιτική οικονομία, θα φωνάζουν για την παραβίαση του «αιώνιου» (eternal) και τρόπον τινά «ιερού» (sacred) νόμου της προσφοράς και της ζήτησης (Marx 1867: 793). Στο βαθμό που προσδιορίζουμε την ιδεολογία ως μορφή της κοινωνικής ισχύς (Bobbio 1990), τότε αυτή η ιδεολογική χρήση της πολιτικής οικονομίας στην παρούσα συγκυρία είναι απο μόνη της ένας επιπλέον-οικονομικός τρόπος για να επιβληθεί εκ νέου η «κανονική ροή των πραγμάτων». Δεύτερον, ο Marx ασφαλώς έδωσε έμφαση σε άλλα, πιο υλικά «επιπλέον οικονομικά μέσα» (extra- economic means): κάθε σύνδεση εργαζομένων και ανέργων διαταράσσει την «καθαρή» δράση αυτού του νόμου. Αλλά απο την άλλη μόλις... δυσμενείς συνθήκες εμποδίζουν την δημιουργία βιομηχανικού εφεδρικού στρατού, και με αυτό την απόλυτη εξάρτηση της εργατικής τάξης πάνω στην καπιταλιστική τάξη, το κεφάλαιο, μαζί με τετριμμένους αντάρτες τύπου Sancho Panza, ενάντια στον «ιερό» νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, προσπαθεί να καλύψει τις ελλείψεις του με βιαία μέσα (Marx 1867: 794).

Επομένως προκύπτει ότι όχι μόνο είναι η «πρωταρχική συσσώρευση... η ιστορική βάση, ενάντια στο ιστορικό αποτέλεσμα, της εξειδικευμένης καπιταλιστικής παραγωγής» (Marx 1867: 775) αλλά επίσης αποκτά ένα συνεχόμενο -διαρκή χαρακτήρα -που εξαρτάται απο την εγγενή διάρκεια της κοινωνικής σύγκρουσης- εντός της καπιταλιστικής παραγωγής.
Στα επόμενα δυο κεφάλαια παρέχω δυο σύντομα παραδείγματα αυτών των στοιχείων της παρεμβολής απο τα κείμενα του Marx.

5.3 Πρώτη σκιαγράφηση: η συνέχεια της πρωταρχικής συσσώρευσης και οι περιφράξεις

Το πρώτο παράδειγμα δεν συνεπάγεται έναν «ώριμο» καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά χρησιμεύει ως ένας κατάλληλος τρόπος για να επισημάνω την εννοιολογική σημασία του ταξικού αγώνα για τον ορισμό της πρωταρχικής συσσώρευσης στον Marx. Παίρνω αυτό το παράδειγμα από ένα γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια της «κλασσικής» περιόδου των περιφράξεων γης στην Αγγλία. Την Κυριακή 1 Απριλίου 1649 μια μικρή ομάδα φτωχών ανθρώπων συγκεντρώθηκε στο St. George’s Hill λίγο έξω από το Λονδίνο στην άκρη του Windsor Great Forest, που ήταν τόπος κυνηγιού για τον Βασιλιά και την αριστοκρατία. Άρχισαν να σκάβουν την γη ως μια «συμβολική προάσπιση της κοινής ιδιοκτησίας ενάντια στην απαλλοτρίωση». Ωστόσο ενώ το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου που ασχολείται με την νομοθεσία του Tudors στόχευε στην ποινικοποίηση και καταστολή της λαϊκής συμπεριφοράς που προκαλείται από την απαλλοτρίωση της γης (αλητεία, επαιτεία, κλοπές), αυτό το επεισόδιο προχωράει ένα βήμα παραπέρα, κάνοντας σαφές ότι η πρωταρχική συσσώρευση αποκτά νόημα  vis-à-vis από τη στιγμή που είναι ενάντια στους αγώνες και στις μορφές αντίστασης. Αυτό το επεισόδιο συνεπάγεται την ενεργό και οργανωμένη δράση των φτωχών μαζών είτε ακτημόνων είτε αυτών που βρίσκονται σε αστικές περιοχές με στόχο την άμεση επανοικειοποίηση της γης για την μετατροπή της σε κοινή γη (common land). Παραφράζοντας τον Marx, πρόκειται για μια δράση που στοχεύει στην «ένωση των παραγωγών με τα μέσα παραγωγής». Επομένως είναι σαφές ότι η δύναμη που χρησιμοποιείται από τις αρχές για να διαλύσει τους Diggers, μπορεί να γίνει κατανοητή, με συνέπεια ως προς την θεωρία του Marx, ως μια δράση «πρωταρχικής συσσώρευσης», επειδή επανεισάγει – επαναφέρει τον διαχωρισμό των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής. Παρόλο που ο Marx δεν συμπεριέλαβε αυτό το επεισόδιο στη θεώρησή του για την πρωταρχική συσσώρευση, στο κεφάλαιο 28 κάνει λόγο για μια σειρά περιπτώσεων στις οποίες αγώνες γίνονται αντίβαρο στην κρατική νομοθεσία που είτε αντιπροσωπεύει ένα «καταφύγιο» του κεφαλαίου έναντι αυτών των αγώνων[10] ή μια προσπάθεια για τον περιορισμό τους[11].

5.4 Δεύτερη σκιαγράφηση: Η συνέχεια της πρωταρχικής συσσώρευσης και οι «κοινωνικοί φραγμοί» ενάντια στο κεφάλαιο.

Ένα άλλο παράδειγμα αφορά την «ώριμη» καπιταλιστική παραγωγή και μας φέρνει την περιγραφή του Marx για τη σχέση μεταξύ της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας στην περίπτωση του ορίου της εργάσιμης μέρας. Στο τέλος του κεφαλαίου 10 στο Κεφάλαιο σε σχέση με την εργάσιμη μέρα, ο Marx σημειώνει πως οι αγώνες της εργατικής τάξης είναι υπεύθυνοι για την οικοδόμηση ενός «κοινωνικού φράγματος» στην επέκταση της εργάσιμης μέρας. Για την «προστασία» απέναντι στις αγωνίες τους, οι εργάτες πρέπει να σκεφτούν όλοι μαζί και ως τάξη και να υποχρεώσουν το κεφάλαιο σε μια συμφωνία όπου θα περάσει  το δικό τους δίκαιο, ως παντοδύναμο κοινωνικό φράγμα με το οποίο μπορούν να προστατευτούν αυτοί και οι οικογένειές τους από το δουλεμπόριο και το θάνατο. Στη θέση των πομπωδών «αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου» τα βήματά τους στη λιτή Magna Carta των νόμιμων περιορισμών στην εργάσιμη μέρα, η οποία τουλάχιστον κάνει ξεκάθαρο «πότε τελειώνει ο χρόνος της εργασίας και πότε ξεκινάει ο ελεύθερος χρόνος των εργατών» (Marx 1867: 416). Αυτό το «παντοδύναμο κοινωνικό φράγμα» (all-powerful social barrier)  που επιφέρουν οι εργατικοί αγώνες και το οποίο προσδιορίζει την επέκταση της εργάσιμης μέρας, θέτει ένα όριο στην εξαγωγή της απόλυτης υπεραξίας. Ο προσδιορισμός του κοινωνικού φράγματος φέρνει κατά νου την ιδέα του κοινωνικού ορίου (social limit) πέρα από το οποίο το κεφάλαιο δεν μπορεί να πάει μακρύτερα από την εναντίωση της νεκρής απέναντι στη ζωντανή εργασία. Με αυτή την έννοια, το κοινωνικό φράγμα είναι μια μορφή «κοινωνικού κοινού» (social common) καθώς θέτει ένα όριο στην επέκταση, στην κλίμακα του διαχωρισμού μεταξύ παραγωγών και μέσων παραγωγής. Αυτό συμβαίνει όταν οι εργάτες «πρέπει να σκεφτούν όλοι μαζί και ως τάξη» και ενδυναμώνουν τα όρια στους χρόνους της εργάσιμης μέρας, διεκδικούνε τις ανθρώπινες ανάγκες τους ενάντια (vis-à-vis) στο αλλοτριωμένο σύστημα παραγωγής[12] και κλείνουν το χάσμα που τους χωρίζει από τα μέσα παραγωγής.

Σε αυτό το σημείο το κεφάλαιο εισάγει τις μηχανές οι οποίες είναι «το πιο ισχυρό όπλο για την καταστολή των απεργιών, αυτών των περιοδικών εξεγέρσεων της εργατικής τάξης ενάντια στην απολυταρχία του κεφαλαίου» (Marx 1867: 562)[13]. Η εισαγωγή των μηχανών σε αυτό το κομβικό σημείο αποτελεί μια πράξη συσσώρευσης, πρόκειται για την αναδημιουργία του διαχωρισμού σε μεγαλύτερη κλίμακα πέρα από το όριο που θέτει το «κοινωνικό φράγμα» (social barrier). Με τον εξορθολογισμό της εργάσιμης μέρας, αναδιαρθρώνεται η διαδικασία της εργασίας και αντιπαρέρχεται η εργατική δύναμη, η εισαγωγή των μηχανών στοχεύει στην παράκαμψη του «κοινωνικού φράγματος» που στήθηκε και για αυτό αναδημιουργεί τον διαχωρισμό μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγών σε μεγαλύτερη κλίμακα. Με αυτόν τον τρόπο εντείνει την εργασία στο βαθμό που «η πυκνότητα των ωρών της 10ωρης εργάσιμης μέρα περιέχει περισσότερη εργασία» (Marx 1867: 534).
Δεν χρειάζεται να ειπωθεί ότι κάθε προσπάθεια να καταργηθεί ο νόμος που ορίζει την επέκταση της εργάσιμης μέρας αντι να αποτελεί μια πράξη για της εξ αρχής παραγωγή αυτού του διαχωρισμού, θα είναι μια πράξη ενάντια στην πρωταρχική συσσώρευση.

6. Συμπέρασμα

Το ερμηνευτικό πλαίσιο που εδώ δώσαμε, τονίζει την συνέχεια της πρωταρχικής συσσώρευσης και την θεμελιώδη εμμονή στις ώριμες καπιταλιστικές οικονομίες. Η θεμελίωση αυτής της συνέχειας βρίσκεται μόλις αναγνωρίσουμε αυτό που ο Marx ονομάζει «η αντιθετική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων».

Το αποτέλεσμα είναι, πιστεύω, μια εικόνα της θεωρίας του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση η οποία μας δίνει γνώσεις σχετικά με τον ουσιώδη χαρακτήρα της καπιταλιστικής συσσώρευσης, το διαχωρισμό μεταξύ των παραγωγών και των μέσων παραγωγής και σχετικά με τα όρια που τίθενται στην καπιταλιστική συσσώρευση από τους κοινωνικούς αγώνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναμορφώνοντας την θεωρία του Marx για την πρωταρχική συσσώρευση συμβάλουμε στη καλύτερη περίπτωση στη διάσωση της θεωρίας του Marx για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής από τις πολιτικές συκοφαντήσεις και στη χειρότερη από την εργαλειοποίησή της προς όφελος της καπιταλιστικής καταπίεσης. Πράγματι, για να εξετάσουμε την «πρωταρχική συσσώρευση» ως μια ιστορική φάση παρά ως μια επαναλαμβανόμενη στρατηγική έναντι (vis-á-vis) του συνεχή χαρακτήρα των αγώνων, έχει ανοίξει ο δρόμος ακόμη και για «επαναστάτες» να την καλωσορίσουνε και να την προωθήσουν ως απαραίτητο στάδιο προς τον «σοσιαλισμό».

Η έμφαση εδώ τίθεται επί της βασικής εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ των εν λόγω διαδικασιών  που σημειώθηκαν κατά την περίοδο που θεωρείται από τους ιστορικούς ως η αυγή της καπιταλιστικής εποχής και η τρέχουσα περίοδος που θεωρείται ως εποχή του ώριμου καπιταλιστικού συστήματος, δεν σημαίνει υποβάθμιση των προφανών αξιοσημείωτων διαφορών. Οι σύγχρονες μορφές της πρωταρχικής συσσώρευσης εμφανίζονται σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια από αυτές στις οποίες έλαβε χώρα το κίνημα ενάντια στις περιφράξεις στην Αγγλία και το δουλεμπόριο. Όμως, το να τονίσουμε το χαρακτήρα των κοινών, μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε τη σημερινή κατάσταση χωρίς να ξεχνάμε τα σκληρά μαθήματα του παρελθόντος. Κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα είναι τις περισσότερες φορές το αποτέλεσμα παλαιοτέρων μαχών. Κρατικοί θεσμοί έχουν αναπτύξει και προσπαθήσει να ενσωματώσουν πολλά απο αυτά τα δικαιώματα με βάση τις προτεραιότητες του καπιταλιστικού συστήματος. Για παράδειγμα τα εγγυημένα δικαιώματα του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας, μπορεί να κατανοηθούν ως η θεσμοθέτηση σε συγκεκριμένες μορφές των κοινωνικών κοινών (social commons).

Μαζί με τις πολιτικές υψηλής ανάπτυξης, η εφαρμογή των πολιτικών της πλήρους εργασίας και η θεσμοθέτηση των συναλλαγών παραγωγικότητας, το κράτος πρόνοιας ορίσθηκε να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των ανθρώπων μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, τη σοβιετική επανάσταση και το αυξανόμενο διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα. Ως εκ τούτου, το τρέχον παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο σχέδιο, το οποίο με διάφορους τρόπους στοχεύει στα κοινωνικά κοινά δημιουργήθηκε στην ψυχροπολεμική περίοδο και συνιστά την σύγχρονη μορφή περιφράξεων, η οποία ονομάστηκε απο ορισμένους μελετητές ως «νέες περιφράξεις»[14]

Έτσι η κατανόηση του συνεχή χαρακτήρα των περιφράξεων επισημαίνει δυο κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Πρώτον, το γεγονός ότι υπάρχει ένα κοινό έδαφος μεταξύ διαφορετικών φαινομενικών μορφών των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των λαών του Βορρά, της Ανατολής και του Νότου που αντιμετωπίζουν πιθανά φαινομενικά διαφορετικές αλλά ουσιαστικά παρόμοιες στρατηγικές διαχωρισμών απο τα μέσα επιβίωσης. Δεύτερον, μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε το ευρύ βασικό ερώτημα ότι κάθε συζήτηση για τις εναλλακτικές εντός του αναπτυσσομένου αντικαπιταλιστικού κινήματος πρέπει να θέσει: το θέμα της άμεσης πρόσβασης στα μέσα επιβίωσης, παραγωγής και επικοινωνίας, το θέμα των κοινών.

References.

Amin, Samir. 1974. Accumulation on a World Scale. A critique of the theory of Underdevelopment. New York: Monthly Review Press.
Aston, T.H. and Charles Philpin (eds). 1985. The Brenner Debate: Agrarian Class Structure and Economic Development in Early Modern Europe. Cambridge: Cambridge University Press.
Bobbio, Norberto. 1990. Politica. In Norberto Bobbio, Nicola Matteucci, Gianfranco Pasquino. Dizionario di Politica. Torino: Utet.
Braudel, Fernand. 1992. Civilization and Capitalism. 15th-18th Century. London: Fontana.
Caffentzis, George. 1995. The Fundamental Implications of the Debt Crisis for Social Reproduction in Africa. In Mariarosa Dalla Costa and Giovanna F. Dalla Costa (eds.) Paying The Price. Women and the Politics of International Economic Strategy. London: Zed Books.
De Angelis, Massimo. 1995. Beyond the Technological and the Social Paradigms: A Political reading of Abstract Labour as the Substance of Value. In Capital and Class 57: 107-134.
De Angelis, Massimo. 1996. Social Relations, Commodity-Fetishism and Marx’s Critique of Political Economy. In Review of Radical Political Economics 28.4: 1-29.
Dobb, Maurice. 1963. Studies in the Development of Capitalism. London, Routledge.
Federici, Silvia. 1988. The Great Witch Hunt of the Sixteenth Century. In The Maine Scholar, 1.
Federici, Silvia. 1992. The debt crisis, Africa and the New Enclosures. In Midnight Notes.
Gottlieb, Roger S. 1984. Feudalism and Historical Materialism: a Critique and a Synthesis. In Science and Society 48.1:1-37.
Hill, Christopher. 1972. The World Turned Upside-Down. Radical Ideas During the English Revolution. London: Penguin.
Hilton, Rodney (ed). 1978. The Transition from Feudalism to Capitalism. London: Verso.
Leibman David. 1984. Modes of Production and Theories of Transition. In Science and Society 48:3:257-294.
Lenin, Vladimir I. [1899] 1960. The Development of Capitalism in Russia. In Collected Works, Volume 3. London: Lawrence & Wishartt.
Linebaugh, Peter. 1991. The London Hanged. Crime and Civil Society in the Eighteenth Century. London: Penguin.
Luxemburg, Rosa. [1913] 1963. The Accumulation of Capital. London: Routledge.
Marx, Karl. [1844] 1975. Economic and Philosophical Manuscripts. In, Early Writings. New York: Vintage Book.
Marx, Karl. [1858]. 1974. Grundrisse. New York: Penguin.
Marx, Karl. [1867] 1976. Capital. Volume 1. New York: Penguin Books.
Marx, Karl. [1863-1866] 1976. Results of the Immediate Process of Production. In Capital, Volume 1. New York: Penguin Books.
Marx, Karl. [1878] 1983. A Letter to the Editorial Board of Otechestvennye Zapiski. In Teodor Shanin, Late Marx and the Russian Road. New York: Monthly Review Press.
Marx, Karl. [1881] 1983. Reply to Vera Zasulich. In Teodor Shanin, Late Marx and the Russian Road. New York: Monthly Review Press.
Marx, Karl. [1894] 1981. Capital. Volume 3. New York: Penguin Books.
Marx, Karl. 1971. Theories of Surplus Value. Volume 3. Moscow: Progress Publisher.
McLennon, Gregor. 1986. Marxist Theory and Historical Research: Between the Hard and Soft Options. In Science and Society 50.1: 157-165.
Mies, Maria. 1986. Patriarchy and accumulation on a World Scale. London: Zed Books.
Perelman, Michael. 2000. The Invention of Capitalism. Classical Political Economy and the Secret History of Primitive Accumulation. Durham, NC: Duke University Press.
Polanyi, Karl. 1944. The Great Transformation. The Political and Economic Origins of our Time. Boston: Beacon Press.
Rodney, Walter. 1972. How Europe Underdeveloped Africa. London: Bogle-L’Overture Publications.
Rosdolsky, Roman. 1977. The Making of Marx's `Capital'. London: Pluto Press.
Smith, Adam. [1776] 1976. An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations. New York: Oxford University Press.
Smith, Cyril. 1995. Marx at the Millennium. London: Pluto Press.
Sweezy, Paul. 1950. The Transition from Feudalism to Capitalism. In Science and Society 14.2:134- 157.
Sweezy, Paul. 1986. Feudalism to Capitalism Revisited. In Science and Society 50.1: 81-95.
Wellerstein, Immanuel. 1979. The Capitalist World-Economy. Cambridge: Cambridge University Press.



[1] Σε ένα γράμμα στην Otechestvenniye Zapitskiτον Νοέμβριο του 1877 ο Marx ξεκαθαρίζει ότι «το κεφάλαιο(νο24 στο Κεφαλαίο) για την πρωταρχική συσσώρευση δεν αξιώνει περισσότερα από το να παρακολουθήσετε την διαδρομή με την οποία, στην Δυτική Ευρώπη η καπιταλιστική οικονομία προέκυψε από την μήτρα της φεουδαρχικής οικονομίας. Παρουσιάζει ως εκ τούτου την ιστορική κίνηση κατά την οποία ο διαχωρισμός των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής, μετέτρεψε του αγρότες σε μισθωτούς εργάτες (προλετάριους) και τους ιδιοκτήτες σε καπιταλιστές» (Marx 1878: 135).
[2] Ο στενός γεωγραφικός περιορισμός συχνά υποκρύπτεται στην παραδοσιακή ιστορική προσέγγιση και έχει γίνει φυσικά αντικείμενο κριτικής. Για παράδειγμα στις διάσημες μελέτες για την υπανάπτυξη της Αφρικής ο Walter Rodney (1972: 101) γράφει : «ο ιδεολογικός κόλπος είναι υπεύθυνος για το γεγονός ότι οι περισσότεροι αστοί μελετητές γράφουν για τα φαινόμενα όπως για την βιομηχανική επανάσταση την Αγγλία στην οποία δεν αναφέρουν το ευρωπαϊκό εμπόριο σκλάβων ως παράγοντα της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου… Αλλά ακόμη και Μαρξιστές (όπως οι προβεβλημένοι Maurice Dobb και F.J. Hobsbawn) για πολλά χρόνια επικέντρωναν στην εξέταση της εξέλιξης του καπιταλισμού εκτός της φεουδαρχίας εντός της Ευρώπης, με ελάχιστες αναφορές στη μαζική εκμετάλλευση Αφρικανών, Ασιατών και Αμερικανών Ινδιάνων».
[3] Σύμφωνα με την ερμηνεία της θεωρία των σταδίων ο Marx διαιρεί την παγκόσμια ιστορία σε στάδια καθένα από τα οποία έχει τη δική του οικονομική και κοινωνική δομή. Η μετάβαση από ένα «κατώτερο» σε ένα «ανώτερο» στάδιο πρέπει να ακολουθεί μια λογική πορεία, και δεν είναι πιθανό να παρακάμψουνε τα σταδία της ανάπτυξης. Αυτή η ερμηνεία, η οποία ήταν μεχρι πρότινος κυρίαρχη, αποτελεί το βασικό πλαίσιο του κλασσικού ιστορικού υλισμού. Συνδέεται με την ιστορική ερμηνεία της πρωταρχικής συσσώρευσης, δεδομένου ότι αυτή προσδιορίζεται με χρονική σαφήνεια και μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για την μετάβαση στο καπιταλιστικό στάδιο της παγκόσμιας ιστορίας.  Δυστυχώς ο Marx έγραφε θεωρώντας την αγγλική εμπειρία ως μοντέλο για την παγκόσμια ιστορία της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, στην γαλλική έκδοση του Κεφαλαίου, στο τελικό edited ο Marx περιόρισε την ανάλυση της πρωταρχικής συσσώρευσης στην Δυτική Ευρώπη (Smith 1995: 54).
[4] Δες το άρθρο του Perelman στο The Commoner.
[5] (Perelman 1997, Ch. 2: 4).
[6] Για παράδειγμα, σε σχέση με την συζήτηση της πτώσης του ποσοστού κέρδους, ο Marx αναφέρεται στην «απαλλοτρίωση των τελικών υπολειμμάτων από τους άμεσους παραγωγούς που ακόμα τους έχει απομείνει κάτι για να απαλλοτριωθεί» (Μαρξ 1894: 348). Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι η διαδικασία απαλλοτρίωσης, του εξαρχής (ex-novo) διαχωρισμού μεταξύ των παραγωγών και των μέσων παραγωγής δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί εντός της ώριμης καπιταλιστικής κοινωνίας, στην οποία το ποσοστό κέρδους υπόκεινται στην πτωτική τάση.
[7] Για παράδειγμα, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι «η κυκλοφορία του χρήματος ως κεφαλαίου είναι αυτοσκοπός, η αξιοποίηση της αξίας γίνεται μόνο μέσα σε αυτή την διαρκώς ανανεωμένη κίνηση. Η κίνηση του κεφαλαίου, είναι συνεπώς απεριόριστη »(Μαρξ 1967:253). Για μια συζήτηση της έννοιας του Μαρξ της απεριόριστης κίνησης βλ. De Angelis (1995).
[8] Υπάρχουν πολλά ακόμα παραδείγματα που αναφέρονται από ριζοσπάστες μελετητές. Ο Perelman (1997) αναφέρει την οικιακή οικονομία ως στόχο της πρωταρχικής συσσώρευσης όπως επίσης και την απαλλοτρίωση άλλων κοινών όπως τον μετασχηματισμό των παραδοσιακών εορτών σε εργάσιμες μέρες. Οι Federici (1992), Fortunati (1981) and Mies (1986) μεταξύ άλλων, αναφέρονται στην απαλλοτρίωση του γυναικείου σώματος, το οποίο είναι η σεξουαλική και αναπαραγωγική δύναμη των γυναικών, για την συσσώρευση της εργατικής δύναμης που ταιριάζει στις απαιτήσεις του κεφαλαίου. Η Federici (1988) αναφέρεται στο κυνήγι μαγισσών τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα που άνοιξε το δρόμο για τον κρατικό έλεγχο του πληθυσμού και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.
[9] Εδώ εισάγεται η ευρύτερη προσέγγιση σύμφωνα με την οποία ο ταξικός αγώνας παίζει κεντρικό ρόλο (Cleaver 1979; Caffentzis 1995; De Angelis 1995).
[10] «οι βαρβαρικοί νόμοι ενάντια στις ενώσεις των εργατών κατέρρευσαν το 1825 εν όψει της απειλητικής συμπεριφοράς του προλεταριάτου» (Marx 1867: 903).
[11] «κατά τις πρώτες καταιγίδες της επανάστασης, η γαλλική αστική τάξη τόλμησε να αφαιρέσει απο τους εργάτες το δικαίωμα να συνδικαλίζονται που μόλις είχαν αποκτήσει» (Marx 1867: 903).
[12] Αυτός ο διαχωρισμός όπως έχουμε δει, πραγματοποιείται από τον βαθμό στον οποίο η νεκρή εργασία προστάζει την ζωντανή εργασία, που σημαίνει ότι «τα μέσα παραγωγής χρησιμοποιούν τον εργαζόμενο, ώστε η εργασία εμφανίζεται μόνο ως ένα εργαλείο που επιτρέπει μια συγκεκριμένη ποσότητα αξίας, π.χ. συγκεκριμένες μάζες αντικειμενικής εργασίας μέσω της ζωντανής εργασίας. Το κεφαλαίο χρησιμοποιεί τον εργάτη, ο εργάτης δεν χρησιμοποιεί το κεφάλαιο(Marx 1863-1866: 1008). Λόγω του διαχωρισμού μεταξύ των μέσων παραγωγής και των άμεσων παραγωγών, «η κίνηση και η δραστηριότητα των εργαλείων της εργασίας επιβεβαιώνουν την ανεξαρτησία της ενάντια στους εργάτες. Η ανεξαρτησία της εργασίας τώρα αποκτά την βιομηχανική μορφή της αέναης κίνησης. Θα συνεχίσει να παράγει για πάντα, εάν δεν έρθει αντιμέτωπη με συγκεκριμένα φυσικά όρια τα οποία έχουν την μορφή των αδύναμων ανθρώπινων σωμάτων με ισχυρή όμως θέληση» (Marx 1867: 526).
[13] Ο Marx ισχυρίζεται ότι οι μηχανές «δεν δρουν απλώς ως ένας ανώτερος ανταγωνιστής προς τους εργάτες, με τρόπο που να κάνουν την παρουσία τους περιττή. Είναι μια εχθρική δύναμη προς τους εργάτες και το κεφάλαιο διακηρύσσει αυτό το γεγονός δυνατά και σκόπιμα… Θα ήταν δυνατό να γραφτεί ολόκληρη ιστορία για τις εφευρέσεις που έγιναν από το 1830 με μοναδικό σκοπό να παρέχουν στο κεφάλαιο όπλα ενάντια στις εξεγέρσεις της εργατικής τάξης (Marx 1867: 562-3).
[14] Δες για παράδειγμα Federici (1992) και το editorial των Midnight Notes 1990s που και τα δυο δημοσιεύθηκαν σε αυτό το τεύχος του The Commoner. Δες επίσης Caffentzis (1995)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου