Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

ΚΚΕ, εξεγέρσεις και «αστική-δημοκρατική» νομιμότητα



(ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ)


του Δημήτρη Μπελαντή




«Ακόμη και αν οι κουκουλοφόροι ήταν 50.000, τίποτε δεν θα άλλαζε για εμάς…» (Αλέκα Παπαρήγα, 12.2008).

«Όταν οι μάζες παλεύουν, τα λάθη είναι αναπόφευκτα. Οι κομμουνιστές πρέπει να μείνουν με τις μάζες, βλέποντας τα λάθη τους, εξηγώντας τα, προσπαθώντας να τα διορθώσουν και να πιέζουν επίμονα για την επικράτηση της ταξικής συνείδησης πάνω στο αυθόρμητο….», Β. Ι. Λένιν 1919

«Ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί», Καινή Διαθήκη.



Εισαγωγή

Το κόμμα που πυροδότησε τον Εμφύλιο (1946-1949), το κόμμα των χιλιάδων φυλακισμένων, εξόριστων και τουφεκισμένων, το κόμμα που έλαβε την απόφαση για ζωή και για θάνατο στην ελληνική κοινωνία για τρεις δεκαετίες, σήμερα φτάνει να μιλά για «σπασμένα τζάμια» και «κουκούλες». Μιλά σαν να είναι το κόμμα της υστερικής μικροϊδιοκτησίας και της «τάξης». Τι έχει συμβεί εδώ; Ακόμη και πρόσφατα, την περίοδο 1996-2004, το ΚΚΕ κινήθηκε στο αριστερό όριο της πολιτικής σκηνής, σαφώς αριστερότερα του ΣΥΝ και είχε μια αγωνιστική παρουσία. Πώς τώρα ανέδειξε μια τόσο συντηρητική όψη; Την ανέδειξε τώρα ή ήταν πάντοτε εκεί και δεν την βλέπαμε;

1. To KKE στα 1973-1990.

Κόμμα της «ομαλής» μεταπολιτευτικής διαμαρτυρίας,

κόμμα της αντι-αμφισβήτησης.

1.1. Το ΚΚΕ στα χρόνια της δεκαετίας του 1970

To KKE μετά τη διάσπαση του 1968 και ιδίως μετά το 1972-1973, οπότε το ΚΚΕ-Εσωτερικού μπήκε σταθερά σε μια δεξιόστροφη στρατηγική τροχιά (απομάκρυνση Ν. Καρρά, υποταγή στη φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη κλπ.), κατάφερε να φιγουράρει ως η «αριστερή» εκδοχή του ΚΚ στην Ελλάδα. Αυτό ενισχύθηκε από την σύνδεση του ΚΚΕ-Εσωτερικού με την κυρίαρχη οπορτουνιστική εκδοχή του Ευρωκομμουνισμού. Απελευθερώθηκε ένας χώρος «αριστερής κοινωνικής διαμαρτυρίας» συχνά με εξτρεμιστική ρητορική, τον οποίο κατέλαβαν μετά το 1974 κυρίως το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως οι εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις.

Στην πράξη, όμως, το ΚΚΕ εντάχθηκε στη μεταπολιτευτική ομαλότητα με τρόπο όχι λιγότερο λειτουργικό από το ΚΚΕ-Εσωτερικού. Μπορεί να μην συνομολόγησε ρητά το credo του καραμανλικού εκσυγχρονισμού, να μην εξήγγειλε καμία ΕΑΔΕ και καμία ΑΣΔΗΣ (όπως έκανε το ΚΚΕ-Εσωτερικού) αλλά η συνολική στρατηγική του ήταν μια στρατηγική διαμαερτυρίας σε συνθήκες κοινοβουλευτικής ομαλότητας. Περισσότερο: λόγω της βαθμιαίας υπεροχής του ΚΚΕ στην ενδοκομμουνιστική διαμάχη και λόγω του ειδικού του βάρους του στην νεολαία, το ΚΚΕ αποδείχθηκε στις περιόδους κρίσης ο αδιαμφισβήτητος και ιδεώδης στυλοβάτης της αστικής ομαλότητας. Η ΚΝΕ τόσο επί Καραμανλή - Ν.Δ. (1974-1981) όσο και επί ΠΑΣΟΚ (1981-1989) μετατρέπεται σε έναν ιδιόμορφο αστυνόμο του κινήματος1. Αλλά και σε εγγυητή των κεντρικών ισορροπιών που έχει διομολογήσει το ΚΚΕ με την ηγεσία του καραμανλικού εκσυγχρονισμού ή της ανδρεϊκής Αλλαγής, με την οποία το ΚΚΕ διατηρεί σχέσεις έρωτα και μίσους, λόγω κοινών προγραμματικών αναφορών («Αλλαγή»).

Ορισμένα παραδείγματα της «ομαλής» και μη συγκρουσιακής πρακτικής του ΚΚΕ στα 1973-1990:

  • Στα 1973 με την περίφημη «Πανσπουδαστική» Νο 8 χαρακτηρίζει το Πολυτεχνείο έργο «350 προβοκατόρων του Ρουφογάλη», παρά το ότι στη συνέχεια οι δυνάμεις του μετέχουν σε αυτό (βλ. και μερική αυτοκριτική της ΚΕ ΚΚΕ τον 7.1976).
  • Στις μεγάλες μεταπολιτευτικές συγκρούσεις της 21-4-1975 (ΕΚΚΕ στην αμερικάνικη πρεσβεία), 12-6-1975 (σύγκρουση οικοδόμων με αστυνομία) και 25-5-1976 (ταραχές επ’ αφορμή της ψήφισης του αντεργατικού ν. 330/1976), το ΚΚΕ καταγγέλλει τους συγκρουόμενους παγίως ως «προβοκάτορες» και «φιλοχουντικούς».2
  • Το ΚΚΕ αντιτάσσεται σθεναρά στο μεγαλειώδες κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού και συμβάλλει στην πτώση του (1974-1977).3 Στις μεγάλες συγκρούσεις όπως λ.χ. στην Μάντεμ Λακκο (1977) ή στο Μαντούδι (1976) κ.ά. το ΚΚΕ παλεύει μέσα από τα κλαδικά σωματεία για να ανασχέσει τις συγκρουσιακές λογικές και πρακτικές.
  • Το ΚΚΕ καταγγέλλει τις φοιτητικές καταλήψεις του 1979 συμμαχώντας με την νεολαία ΠΑΣΟΚ (εξ ου το σύνθημα του μπλοκ των καταλήψεων «ΚΝΕ, ΠΑΣΟΚ πουλάνε τους αγώνες»). Γίνεται ο αντίπαλος πόλος όλων των ριζοσπαστικών αριστερών, αυτόνομων και αναρχικών ρευμάτων μέσα στο Πανεπιστήμιο.
  • Το ΚΚΕ διαφοροποιείται από τη σύγκρουση με τις αστυνομικές δυνάμεις στην πλατεία Συντάγματος στις 16-11-1980 και αποφεύγει τη σχετική καταστολή.4

Σε όλες αυτές τις στιγμές το ΚΚΕ – παρά την οξεία αντιμονοπωλιακή ρητορεία του και σε κάποιο βαθμό χάρη σε αυτήν – εμφανίζεται ως δύναμη της τάξης και ως εγγυητής των μεταπολιτευτικών κοινωνικών ισορροπιών αλλά και ως οριοθέτης των ταξικών συγκρούσεων. Δεν ευνοεί τη σύγκρουση με τις δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού αλλά, αντιθέτως, την ανασχέτει όπου μπορεί. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό, αν δεχθούμε ότι η μερική εμπλοκή του στη σύγκρουση θα μπορούσε να αποφέρει κάποια πρόσθετα κέρδη στην εκάστοτε αντιπολιτευτική του τακτική;

Η εξήγηση είναι πολυεπίπεδη και σύνθετη και, κατά τη γνώμη μας, περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

  1. Tην αίσθηση στρατηγικής ήττας της Αριστεράς (ΚΚΕ-ΕΔΑ) μετά το 1949. Η κομμουνιστική Αριστερά βιώνει βαθύτατα την ήττα και οδηγείται στο συμπέρασμα ότι κάθε γενικευμένη σύγκρουση οδηγεί σε πανωλεθρία και ήττα. Το Πολυτεχνείο του 1973 μάλλον ενισχύει αυτή την αίσθηση. Το ΚΚΕ πιο κρυφά και το ΚΚΕ-Εσωτερικού πιο φανερά κληρονομούν τον φόβο της ρήξης από την εδαΐτικη Αριστερά του ’60.5 Η ενσωμάτωση στη διευρυμένη νομιμότητα του καραμανλικού κράτους απορροφά την αίσθηση της ήττας. Το νέο προστατευτικό για την Αριστερά κράτος οφείλει να προστατευθεί «από τα άκρα» αλλά και να αποφευχθεί μια κατά μέτωπον σύγκρουση με αυτό που θα οδηγούσε σε νέα στρατηγική ήττα, την τρίτη κατά σειράν μετά το 1949 και το 1967.
  2. Τις πολύπλευρες στρατηγικές συνέπειες της σαφούς πια σοβιετικής ρεβιζιονιστικής γραμμής μετά το 1956.6

Χωρίς καθόλου να υποστηρίξουμε ότι το ζαχαριαδικό ΚΚΕ ήταν το γνήσια επαναστατικό και δεν πραγματοποιούσε στρατηγικούς συμβιβασμούς (βλ. Βάρκιζα), η χρουστσωφική-μπρεζνιεφική γραμμή του ΚΚΣΕ επιβάλλει καθαρά πια μια κατεύθυνση αργού, σταδιακού και ειρηνικού περάσματος στα ΚΚ και ειδικότερα στο ΚΚΕ. Το ειρηνικό πέρασμα κατοχυρώνεται μέσα από την αύξουσα ισχύ του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Το ΚΚΕ θα κωδικοποιήσει αυτή τη γραμμή ως το «ενιαίο πέρασμα σε δυο διαδοχικά στάδια» (πρώτα αντιμονοπωλιακό/ λαϊκοδημοκρατικό, μετά σοσιαλιστικό) στα Συνέδριά του (9ο - 1973, 10ο - 1978 και 11ο - 1982). Ο στρατηγικός στόχος δεν είναι άμεσα η εργατική εξουσία αλλά η «αντιμονοπωλιακή δημοκρατία» σε συμμαχία με την μικροαστική τάξη συλλήβδην αλλά και με αντιμονοπωλιακά - μικρομεσαία αστικά στρώματα. Η εργατική εξουσία παραπέμπεται στο αδιευκρίνιστο μακρινό μέλλον. Συνεπώς, α) οι κομμουνιστές δεν πρέπει να τρομάξουν με «άμεσες δράσεις» και όξυνση των συγκρούσεων τους δυνάμει αντιμονοπωλιακούς τους συμμάχους, β) δεν πρέπει να προκαλέσουν με συγκρουσιακές πρακτικές την ίδια τη μεταπολιτευτική νομιμότητα, στης οποίας τα διευρυμένα πλαίσια στηρίζεται η νόμιμη ύπαρξή τους. Το ΚΚΕ, παρά το ότι από μια άποψη δεν εντάσσεται στην υλικότητα των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους (ΙΜΚ) – αντίθετα προς την ανανεωτική Αριστερά – και στον μηχανισμό διακυβέρνησης με την στενή έννοια (ως το 1989), είναι ένα κόμμα-στήριγμα αυτής της νέας νομιμότητας. Θεωρεί εξαιρετικά επικίνδυνη τη διακύβευσή της εκτιμώντας ότι αυτό θα απειλούσε και την ίδια τη δική του νομιμότητα. Εντάσσεται έτσι αντικειμενικά στην πολιτική σκηνή και στο σύστημα ειδικά του κοινοβουλευτικού ΙΜΚ του αστικού κράτους.

3) Τις μικροαστικές ταξικές εκπροσωπήσεις του μεταπολιτευτικού ΚΚΕ. Καθώς το ΚΚΕ εκπροσωπεί σε μικρότερο βαθμό πια εργατικά στρώματα και πρακτικές από ό,τι προ της δικτατορίας,7 η σχέση του με παραδοσιακά και νέα μικροαστικά στρώματα διευρύνεται και αποκτά οργανικότερο χαρακτήρα (βλ. επιρροή του σε ΓΣΕΒΕ, ΕΒΕ, μικροϊδιοκτήτες αγρότες κλπ.). Παρά το ότι τα στρώματα αυτά (όχι όμως και η μη μονοπωλιακή αστική τάξη!!!) ανήκουν στη διευρυμένη έννοια των λαϊκών τάξεων, υιοθετούν κατά κανόνα – αν δεν λειτουργήσει απέναντί τους μια αυθεντικά κομμουνιστική πολιτική – την αστική ιδεολογία προσαρμοσμένη στο ιδιαίτερο ταξικό τους είναι (με τη μορφή δηλαδή της μικροαστικής ιδεολογίας).8

Συνδεόμενο το ΚΚΕ με τμήματα αυτών των στρωμάτων και εκπροσωπώντας τα έμμεσα στην πολιτική σκηνή, αλληλεπιδρά με αυτά και υιοθετεί όλο και συχνότερα όψεις της μικροαστικής ιδεολογίας (κοινωνική ανέλιξη, σεβασμός στην οικογένεια, μορφωσιολατρεία και πτυχιολατρεία, στήριξη ιεραρχιών κλπ.).9 Τα κινήματα κοινωνικής αμφισβήτησης στον εργατικό και στο νεολαιίστικο χώρο, οι ηθικές τους αμφισβητήσεις (π.χ. σεξουαλικότητα, κοινωνικό οικογενειακό πρότυπο, ομοφυλοφιλία, σχέση με περιθωριακές ομάδες κ.ά.) και ό,τι περιέχει την κληρονομιά του διεθνούς 1968 αντιμετωπίζεται ως «περιθωριακό» και ως ύποπτο από το μεταπολιτευτικό ΚΚΕ.

Παρά το ότι το ΚΚΕ εκ της ιστορικής του συνέχειας παραμένει ένα κόμμα εκπρόσωπος τμημάτων της εργατικής τάξης (οικοδόμοι, λογιστές, μεταλλεργάτες, υφαντουργία κ.ά.) σε μαχητική ρεφορμιστική κατεύθυνση, η όσμωσή του και οι σχέσεις εκπροσώπησης με τα μικροαστικά στρώματα οδηγούν στην υιοθέτηση μικροαστικών αξιών τους και στη μεταμόρφωσή τους σε δήθεν εργατικές αξίες.10

Η βίαιη σύγκρουση στους δρόμους και γενικά οι συγκρουσιακές πρακτικές εργατών και νεολαίας (που δυστυχώς δεν συναντιούνται μεταξύ τους) βιώνονται ως κίνδυνος και απειλή για την νομιμότητα, που γίνεται αντιληπτή ως όρος της εργατομικροαστικής αντιμονοπωλιακής συμμαχίας.

4) Τη σταλινική οριοθέτηση του «εσωτερικού εχθρού» του κόμματος-πρωτοπορία.

Το ΚΚΕ ορίζει τον δικό του εσωτερικό εχθρό μέσα στο κίνημα («προβοκάτορες», «εξτρεμιστές») με αρκετά όμοιο τρόπο με τον κρατικό ορισμό του «εχθρού» εντός της αστικής κοινωνίας από την κρατική εξουσία της εποχής («αριστεροχουντισμός»). Σε αυτό το βοηθά και η σταλινική τριτοδιεθνιστική παράδοση,11 κατά την οποία κάθε ανεξέλεγκτο από τον σταλινικό μηχανισμό κίνημα ορίζεται ως «αναρχικό» ή «αντικειμενικά προβοκατόρικο» (βλ. και στάση ΚΚΕ προς τα ρεύματα ένοπλου αριστερισμού στην Ελλάδα).

Ο μηχανισμός δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι κάτι γνήσια συγκρουσιακό θα γεννηθεί εκτός των ορίων του. Κάθε τι που παραπέμπει στη ρήξη οφείλει να αποδοθεί στους κρατικούς μηχανισμούς. Εφ’ όσον το κίνημα καναλιζάρεται στις κομματικές πορείες, απεργίες και συγκεντρώσεις, κάθε πρόβατο που βγαίνει από το μαντρί δεν αντλεί καμία πραγματική νομιμοποίηση από το κόμμα-κίνημα (εδώ και η αντίληψη του κινήματος ως ιμάντα μεταβίβασης της κομματικής γραμμής) ή μάλλον αντλεί νομιμοποίηση από τον αντίπαλο κρατικό μηχανισμό. Πέρα από τη διαπάλη των μηχανισμών τίποτε δεν μπορεί να υπάρξει οντολογικά κατά το ΚΚΕ.

Μια βασική διαφορά ανάμεσα στη διαχειριστική στάση του ΚΚΕ και σε αυτήν του ΚΚΕ-Εσωτερικού είναι ότι το δεύτερο τείνει με τον διάλογο μέσα στο κίνημα να αποτρέψει τη σύγκρουση, ενώ το δεύτερο την καταστέλλει υλικώ τω τρόπω (βλ. και Χημείο 1979). Συνεπώς, η στάση του ΚΚΕ αποβαίνει καταστροφικότερη για το λαϊκό κίνημα.12

1.2. Το ΚΚΕ και οι κοινωνικές συγκρούσεις στα χρόνια της «Αλλαγής» (1981-1989)

Οι παραπάνω τάσεις σεβασμού του ΚΚΕ προς την αστική νομιμότητα βαθαίνουν κατά τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ας θυμίσουμε εδώ:

- Το εργατικό μορατόριουμ την περίοδο 1981-1985 (ιδίως μέχρι το άρθρο 4 το 1983) και την οριοθέτηση των εργατικών αγώνων ώστε να μην υπονομευθεί το συγγενές ρεύμα της σοσιαλδημοκρατικής «Αλλαγής». Αντιθέτως, το ΚΚΕ-Εσωτερικού μετά το 1983 περνά σε μια σκληρότερη και μαχητικότερη εργατική γραμμή (απεργίες ΕΙΝΑΠ κ.ά, αποχώρηση από Προεδρείο ΓΣΕΕ το 1983) πλην όμως διέθετε μικρή σχετικά επιρροή στο εργατικό κίνημα.

- Το ακόμη σαφέστερο φοιτητικό μορατόριουμ την ίδια περίοδο και σε κάποιο βαθμό ως την κρίση της ΚΝΕ το 1988-1989.

Στην περίοδο αυτήν ενισχύεται ο δεσμός των ΚΚΕ-ΚΝΕ με την αστική νομιμότητα. Πλέον δεν παίζεται μόνον ο φόβος της ρήξης ή η σχέση με τα μικροϊδιοκτησιακά στρώματα αλλά και το γεγονός ότι το κράτος μιλά τον λόγο της σοσιαλδημοκρατικής αναδιανομής και της εθνικής ανεξαρτησίας, της «Αλλαγής». Τα όποια εργατικά στρώματα εκπροσωπούνται στο ΚΚΕ (παραδοσιακοί κλάδοι, κλαδικές συνδικαλιστικές πρωτοπορείες, νέοι –μισθωτοί– μικροαστοί κλπ.) αντιστέκονται μεν στα όρια της Αλλαγής αλλά και βλέπουν, ταυτοχρόνως, την υλική θέση τους να βελτιώνεται αισθητά. Η όσμωση εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων – ιδίως των μισθωτών – ενισχύεται δια της αναδιανομής του ΠΑΣΟΚ και έτσι το ΚΚΕ βλέπει – αν και ως φτωχός συγγενής του ΠΑΣΟΚ – τη γραμμή του, τη γραμμή της εργατομικροαστικής συμμαχίας, να δικαιώνεται. Εξ ου και ο σεβασμός προς την πασοκική κρατική νομιμότητα.

-Μετά τη στροφή της οικονομικής πολιτικής του Οκτωβρίου 1985 ακολουθεί μια σχετική ρήξη στις σχέσεις ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ με μονιμότερες προεκτάσεις. Το ΚΚΕ συμμαχεί τακτικά με τους συνδικαλιστές που αποχώρησαν από το ΠΑΣΟΚ (ΣΣΕΚ) και σταδιακά προετοιμάζει τον Συνασπισμό και το Κοινό Πρόγραμμα ΚΚΕ-ΕΑΡ-Ανένταχτοι. Η περίοδος 1985-1988 είναι μια σχετικά «αριστερή» περίοδος για το ΚΚΕ αλλά δεν ανατρέπει οργανικά τη σχέση του με την αστική νομιμότητα. Αντιθέτως, η ένταξη του ΚΚΕ στο γκορμπατσοφικό ρεύμα κατά το 12ο Συνέδριό του (1987) αρχίζει να του προσδίδει και κάποια «ευρωκομμουνιστικά» στοιχεία, που θα οξύνουν την κρίση του ως τη διάσπαση του 1991. Σε κάθε δε περίπτωση οξείες συγκρούσεις με την αστική νομιμότητα αποτρέπονται παρά το ότι το ΚΚΕ στηρίζει οριακά την «αριστερή» διάσπαση της ΓΣΕΕ στα 1985-1989.

- Με τη δολοφονία του 15χρονου Καλτέζα την 17-11-1985 ξεσπά ένα αυθόρμητο και «άγριο» νεολαιίστικο κίνημα κατά της κρατικής βίας και της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ (κατάληψη Χημείου, Πολυτεχνείου). Το ΚΚΕ στρέφεται σαφώς εναντίον του. Όταν καταλαμβάνεται το Πολυτεχνείο και ξεσπούν οδομαχίες με τα ΜΑΤ έξω από αυτό, το ΚΚΕ όχι μόνο καταγγέλλει τους συγκρουόμενους «αντιεξουσιαστές» (στην πραγματικότητα Άκρα Αριστερά και αναρχικοί) αλλά και δράττεται της ευκαιρίας για να ματαιώσει την πορεία διαμαρτυρίας της ΕΦΕΕ την 19-11-1985. Το σκεπτικό θα είναι και πάλι ο κίνδυνος «προβοκατσιών» κατά του κινήματος από τη δράση των «γνωστών-αγνώστων».

- Το ΚΚΕ μέσα σε μια συγκυρία όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων και της σύγκρουσης στην κορυφή της ΓΣΕΕ μόνο πλεονεκτήματα θα είχε αν βάθαινε τη ρήξη με την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – όμως δεν το έπραξε. Πρυτάνευσε, α) η ανάγκη μη όχλησης των κεντρικών πολιτικών ισορροπιών, β) η ανάγκη διαφοροποίησης από τον «αριστερισμό» και γ) η ιδεολογική συγγένεια με την πασοκική «Αλλαγή».

Πράγματι, στο στρατηγικό επίπεδο, η «Αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ παρά τις αντιφάσεις της παραπέμπει συμβολικά στο πρώτο στάδιο, το λαϊκοδημοκρατικό-αντιμονοπωλιακό, της κομμουνιστικής στρατηγικής, εντός πάντοτε μιας σταδιακής-ειρηνικής στρατηγικής (και Μαυρής-Βερναρδάκης 1991): Εξαρτημένος καπιταλισμός υπό μονοπωλιακή κυριαρχία και Αλλαγή ως πρώτο στάδιο αντιμονοπωλιακής χειραφέτησης. Δεν είναι τυχαίο πως ο Ανδρέας Παπανδρέου κατάφερνε να μανιπουλάρει την κομμουνιστική Αριστερά ή πάντως ένα σημαντικό τμήμα της εντάσσοντάς την στο δικό του σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο.

- Με την εφαρμογή των εξεταστικών του νόμου-πλαισίου του 1982 στα 1986-1987 και 1987-1988 οξύνονται οι ενδοπανεπιστημιακές αντιθέσεις και το φ.κ. προχωρά σε καταλήψεις σχολών. Παρά το γεγονός ότι η περίοδος 1986-1989 επωάζει την προσέγγιση του ΚΚΕ – και λόγω του γκορμπατσοφισμού – στο διαχειριστικό πείραμα του «Μεγάλου Συνασπισμού» και την κρίση-αποχώρηση της πλειοψηφίας της ΚΝΕ από το ΚΚΕ το καλοκαίρι του 1989, η στάση στα 1987 της ακόμη «νόμιμης» ΚΝΕ είναι αρχικά μια στάση μη ρήξης με την αστική εκσυγχρονιστική στρατηγική στα ΑΕΙ και συμπόρευσης με την νεολαία ΠΑΣΟΚ (στην ίδια γραμμή ήταν και η ηγεσία της ΕΑΡ παρά τις πιο αριστερές τακτικές της νεολαίας της). Κάτω από την ισχυρή πίεση του καταληψιακού φοιτητικού κινήματος (όπου μετέχουν η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, οι Συσπειρώσεις, η πασοκογενής ΣΣΑΚ και ανένταχτοι φοιτητές) και των αποφάσεων των Γ.Σ. φοιτητών, η ΚΝΕ αλλάζει γραμμή, υπερψηφίζει «αντικυβερνητικό πλαίσιο» στην ΕΦΕΕ τον Νοέμβριο 1987 και μπαίνει στο κίνημα των καταλήψεων. Είναι μια οριακή στιγμή για τη σχέση των ΚΚΕ-ΚΝΕ με την αστική νομιμότητα και τη δυνατότητα ανατροπών όψεων αυτής. Αυτή η στροφή είναι το πρώτο βήμα σε μια σειρά κινήσεων που θα αποστασιοποιήσουν πλήρως την ΚΝΕ από το συνασπιζόμενο ΚΚΕ και θα οδηγήσουν στη διάσπαση του 1989.

- H ένταξη του ΚΚΕ στον (Μεγάλο) Συνασπισμό με το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ εκφράζει μια σειρά διεθνείς και εσωτερικές ιδεολογικές ανακατατάξεις, όπως κυρίως:

α) H γκορμπατσοφοποίηση των ΚΚ και η στροφή τους σε μια σύγκλιση με τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, β) η ανάπτυξη ενός γκορμπατσοφικού πυρήνα στο ΚΚΕ αρχικά υπό την προστασία του Φλωράκη (Ανδρουλάκης, Δαμανάκη κ.ά.), ο οποίος συγγενεύει με τον μεταρρυθμισμό της ΕΑΡ και γ) η αποδοχή πλέον της λογικής συμμετοχής σε αστικές κυβερνήσεις πέρα από τα αλγεβρικά σχήματα του 10ου και του 11ου Συνεδρίου. Το 12ο Συνέδριο (1987) εισάγει βαθύτερα την προβληματική των προοδευτικών κυβερνητικών σχημάτων.

1.3. Το ΚΚΕ στα κυβερνητικά σχήματα Τζανετάκη και Ζολώτα (1989-1990)

Η συμμετοχή του ΚΚΕ στις κυβερνήσεις του 1989-1990 δια του σχήματος του «Συνασπισμού» έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη φυσιογνωμία και τη συνοχή του. Σ’ ένα επίπεδο γίνεται δεκτό ότι το τότε ενιαίο ΚΚΕ είναι δυνάμει κυβερνητικό κόμμα – εντός των ενδοαστικών ισορροπιών πάντοτε. («κάθαρση») και μάλιστα ως μοχλός ενδοαστικών εκκαθαρίσεων και χωρίς το άλλοθι μιας λαϊκομετωπικής στρατηγικής όπως η «Πραγματική Αλλαγή» του 1981-85. Ως κυβερνητικό κόμμα τότε τείνει να αγνοεί όχι μόνο τη δυναμική της αντίθεσης Δεξιά-Αριστερά αλλά και της αντίθεσης Δεξιά-παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία. Έτσι, το ΚΚΕ δέχεται πια ως γκορμπατσοφικό κόμμα ότι όχι μόνον σέβεται τα όρια που βίαια θέτει η αστική νομιμότητα αλλά και ενδέχεται να μετάσχει στη διαδικασία ηγεμονικής τους χάραξης. Δεδομένου ότι αυτά τα πειράματα δεν διήρκεσαν, το φαινόμενο αυτό δεν παρήγαγε άμεσα ορατά αποτελέσματα. Καθώς η πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στα 1991 οδήγησε σε διαλυτική έκρηξη εντός του γκορμπατσοφισμού, τα δυο τμήματα που προέκυψαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ (1991) απορρόφησαν με διαφορετικό τρόπο τις συνέπειες της διαδικασίας «θεσμοποίησης». Τις απορρόφησαν όμως και τα δυο αν και με πολύ ανισόμετρο τρόπο (όχι μόνο ο νέος ΣΥΝ μετά το 1991 αλλά, με άλλο τρόπο, και το ΚΚΕ ).



2. Το ΚΚΕ μετά τη μεταπολίτευση (1991- 2009):

Αριστερό όριο της πολιτικής σκηνής, μαχητικό κόμμα

ή /και «λεγκαλιστικός σεχταρισμός»;


2.1. Ιδεολογικά στοιχεία της διάσπασης του 1991: «αριστερή στροφή»;

Η διάσπαση του 1991 βρίσκει το ΚΚΕ να έχει ήδη απαλλαγεί από το βάρος μιας ακροαριστερής ΚΝΕ και ενός ριζοσπαστικοποιημένου τμήματος των κομματικών του στελεχών από το 1989. Παρ’ όλα αυτά, η ολοκλήρωση και αποτυχία του γκορμπατσοφισμού στην ΕΣΣΔ οδηγεί ξανά σε έκρηξη των αντιφάσεων του ΚΚΕ και καταλήγει μετά το 13ο Συνέδριο του κόμματος (1991) σε εκ νέου διάσπαση σε δυο ριζικά διαφορετικά μορφώματα. Η παλιά γκορμπατσοφική συναίνεση του 1987-90 σπάει απολύτως και οι συνεπείς «γκορμπατσοφικοί» εκδιώκονται.

Ενώ το τμήμα που μαζί με την ΕΑΡ διαμορφώνει τον νέο ΣΥΝ ως κόμμα έλκεται από διάφορες εκδοχές του ευρωκομμουνισμού ή και της σοσιαλδημοκρατίας ακόμη, αλλά και συμπυκνώνει την νοσταλγία του γκορμπατσοφικού παρελθόντος (χωρίς αυτοκριτική), το τμήμα που παίρνει την ταυτότητα του ιστορικού ΚΚΕ προσδιορίζεται σταδιακά ως το «αριστερότερο» αλλά και το «σταλινικότερο» τμήμα της επίσημης Αριστεράς. «Αριστερότερο» καθώς μιλά για καπιταλιστική αναδιάρθρωση και – πια – για αναπτυγμένο καπιταλισμό και αντίκειται στον σημιτικό εκσυγχρονισμό μετά το 1996, ενώ ο ΣΥΝ φλερτάρει αρχικά μαζί του έχοντας ως γραμμή τον «προοδευτικό εκσυγχρονισμό» – τουλάχιστον ως τα μέσα της Προεδρίας Κωνσταντόπουλου (εκλογές 2000). Έτσι, ενώ σημαντικές μερίδες του ΣΥΝ – πλειοψηφικές ακόμη – ενδιαφέρονται να συνδιαμορφώσουν ένα κεντροαριστερό κυβερνητικό πλαίσιο άμεσα ή έμμεσα αλλά και μετέχουν σε «εκσυγχρονιστικές» πρωτοβουλίες και κινήσεις, το ΚΚΕ τοποθετείται σαφώς εκτός του εκσυγχρονιστικού σημιτικού τόξου (αλλά πάντως όχι εκτός του τόξου της «συνταγματικής ομαλότητας»).

Πώς εκδηλώνεται συμβολικά αυτή η διαφοροποίηση;

Ακόμη και ως το 2000 δεν είναι το σύνολο του ΣΥΝ «εκσυγχρονιστικό» αλλά η πλειοψηφία του, ενώ ένα τμήμα του αρθρώνει αριστερό κινηματικό λόγο και μετέχει πρακτικά στα αντιπολιτευτικά κινήματα της περιόδου 1996-2004. Ισχύει, όμως, ότι ο λόγος του ΚΚΕ – σε σχέση με τον λόγο του ΣΥΝ – ηγεμονεύεται πολύ καθαρότερα από τις ταξικές εγκλήσεις14 αν και συχνά με έντονα απλουστευτικό- λαϊκιστικό τρόπο. Δίνεται έτσι από το ΚΚΕ μια προτεραιότητα (έστω και τυπική) στην προβληματική της κύριας και ανταγωνιστικής αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίας. Πρόκειται για έναν λόγο «αριστερότερο» του τότε ΣΥΝ αλλά και απολύτως σεχταριστικό, αφού επαγγέλλεται μια πορεία ρήξεων με την αστική τάξη με κοινωνικές αλλά όχι πολιτικές συμμαχίες, αφού τα άλλα τμήματα Αριστεράς είναι οπππορτουνιστικά (αριστερά του ΣΥΝ, Άκρα Αριστερά, αριστερό-κινηματικό ΠΑΣΟΚ κ.ά.).

Παρά τα κάποια ανοίγματα του ΚΚΕ ως το 2002 (με εκκίνηση τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, 1999) προς δυνάμεις της Αριστεράς (ΔΗΚΚΙ, Κομμουνιστική Ανανέωση κλπ.), η στάση του είναι υπερσεχταριστική και ηγεμονεύεται από έναν σταλινισμό του τύπου της «Τρίτης Περιόδου» (1928-1932). Αυτό δεν προκύπτει ευθέως ούτε από την δήθε δογματική υπεράσπιση από το ΚΚΕ εννοιών όπως η «εργατική εξουσία» ή η «δικτατορία του προλεταριάτου», ούτε από την έμφαση στην ταξική πάλη – αυτά ορθώς τα διεκδικεί το ΚΚΕ. Αντιθέτως, το πρόβλημα του ΚΚΕ δεν έγκειται στο ότι εμπλέκεται πάρα πολύ στην πολιτική ταξική πάλη αλλά στο ότι εμπλέκεται μη επαρκώς και με λάθος τρόπο.

2.2.Η ηγεμονία του σταλινισμού στο ΚΚΕ μετά το 1991 και η «άτρωτη» αστική νομιμότητα (αστοσταλινισμός)

Ο Στάλιν αντί του Λένιν: Τόσο οι Θέσεις του 1995 όσο και εκείνες του 2008 για την «ανατροπή του σοσιαλισμού» επιμένουν στον προσδιορισμό των προτύπων και του ηγετικού αρχετύπου της περιόδου 1917-1991, της «χρυσής εποχής» του κινήματος. Το ΚΚΕ μετά την κρίση του 1989-1991 δεν ανέτρεξε, όπως θα ήταν λογικό, στον ηγέτη της ρώσικης επανάστασης αλλά σε αυτόν που την μετασχημάτισε σε κράτος.

Ποια σχέση, όμως, μπορεί να έχει η ηγεμονία του σταλινισμού στο σύγχρονο ΚΚΕ με τη συνεχιζόμενη ή και εντεινόμενη (2008) αποδοχή ενός πυρήνα της αστικής νομιμότητας; Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει προκλητικά για έναν «αστοσταλινισμό»;

Κατ’ αρχήν, η σταλινική λογική για το ΚΚ ενέχει, όπως είδαμε, την αντίληψη της αποκλειστικότητας του ΚΚ. Το κόμμα δεν καθοδηγεί απλώς τα κινήματα, αυτά είναι η προέκταση του κόμματος. Υπό αυτήν την έννοια, τίποτε δεν μπορεί να συμβεί στην ταξική πάλη χωρίς το σχεδιασμό ή την έγκριση του ΚΚ (λογική σταλινικού «καποραλισμού»).

Όταν ξεσπά ένα αυθόρμητο ταξικό κίνημα, δυο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Είτε το κίνημα θα στραφεί προς το κόμμα και το σχεδιασμό του (οπότε θα καταστεί γνήσια ταξικό) είτε θα εξελιχθεί αυθόρμητα, οπότε θα είναι αντικειμενικά ξένο προς το κόμμα.15 Ο όρος «προβοκατόρικη δράση» δεν έχει μόνο την έννοια της κρατικής υποκίνησης αλλά είναι στη λογική του ΚΚΕ πολύ πλουσιότερος. Εκφράζει το «αλλότριο» έναντι του κομματικού σχεδίου στη μυστική ιδιόλεκτο του σταλινικού σχηματισμού.

Κατά δεύτερον, η συγκρουσιακότητα του κινήματος πέρα από τακτικές πρακτικές μορφές του τώρα (μπλόκα, πορείες κλπ.) έχει κατά το ΚΚΕ έναν στρατηγικά μελλοντικό και συχνά χιλιαστικό χαρακτήρα. Το κόμμα λιγότερο συγκρούεται στο σήμερα και περισσότερο προετοιμάζει τα κινήματα για τη Ρήξη στο Επέκεινα, η οποία επιτέλους θα φέρει τη λαϊκή εξουσία. Αγνοώντας απολύτως τη λενινιστική και γκραμσιανή θέση, κατά την οποία η όντως αναγκαία τελική ρήξη προετοιμάζεται (ιδίως στη Δύση) μακροχρόνια από επιμέρους ρήξεις και εξασθενήσεις του αστικού κρατικού μηχανισμού και των εφεδρειών της αστικής τάξης, το ΚΚΕ φαίνεται να ποντάρει απλώς σε μια συγκέντρωση δυνάμεων, η οποία θα αποβεί χρήσιμη στην Ρήξη του Επέκεινα. Συνεπώς, σημαντικές μάχες οι οποίες προσβάλλουν και αποδυναμώνουν την αστική νομιμότητα τώρα, κρίνονται συχνά απρόσφορες λόγω της απώλειας δυνάμεων για το μέλλον αλλά και της υποτίμησης της ανάγκης να ανατραπεί τώρα, όπου είναι δυνατό, ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων.

Κατά τρίτον, η αναβολή της ρήξης για το αόριστο μέλλον έχει βαρύνουσες συνέπειες για τη στάση του ΚΚΕ προς τη νομιμότητα. Πέρα από μερικές συγκρούσεις και ρήξεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για να νομιμοποιούν ιδεολογικά τον κομματικό μηχανισμό (χωριστές συγκεντρώσεις ΠΑΜΕ, στήριξη ορισμένων συγκρουσιακών πρακτικών κινήματος σε αγρότες, λιμάνια κλπ.), το κόμμα αποφεύγει μείζονες ρήξεις με τον κρατικό μηχανισμό, καθώς αυτές α) το αποδυναμώνουν σε σχέση με την Έσχατη Ρήξη και β) θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τη θέση του εντός της αστικής νομιμότητας. Εδώ παίζει ρόλο και η τραυματική ρήξη του 1946-1949 και του 1965-1967 με τα γνωστά «ολέθρια» αποτελέσματα. Ο ασυνείδητος φόβος της άρσης της νομιμοποίησης του 1974.

Συνεπώς, η ιδεολογία του κλειστού μηχανισμού και της μεταφυσικής Έσχατης Ρήξης δημιουργεί αντικειμενικά μια στάση συνενοχής με τον αστικό κρατικό μηχανισμό. Αφού η Έσχατη Ρήξη δεν είναι ακόμη ώριμη (και ουσιαστικά βάσει αυτής της λογικής ποτέ δεν θα ωριμάσει), κάθε μείζων ρήξη με τη νομιμότητα στο παρόν είναι κομματικά παράνομη διότι εξασθενεί το κόμμα αλλά και εμπεριέχει τον φαντασιακό κίνδυνο να τεθεί το κόμμα το ίδιο εκτός της νομιμότητας. Αυτή η απειλή, η οποία φαντασιακά αποικίζει το ασυνείδητο του κομματικού μηχανισμού, οδηγεί σε μια de facto αποδοχή της κυρίαρχης εκάστοτε αστικής κρατικής νομιμότητας. Έτσι, αποκλείεται ως επικίνδυνος ο μετασχηματισμός της κρίσης νομιμοποίησης σε κρίση νομιμότητας και καθαγιάζεται το κρατικό μονοπώλιο βίας.

Παρά το ότι η αυταρχική αστική νομιμότητα επικρίνεται ως αστική, καταπιεστική, ψευδής και υποκριτική κλπ., γίνεται δεδομένο το γεγονός ότι αυτή στο παρόν δεν μπορεί να προσβληθεί. Έτσι, νομιμοποιείται έμμεσα ως αναπόφευκτη, ως φυσικό γεγονός. Παρατηρείται λοιπόν μια στάση διαρκώς ηττοπαθής και θυματοποιητική της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Παράδειγμα κλασικό η στάση του ΚΚΕ προς το κίνημα για το άρθρο 16 (2007).

Όταν το ΠΑΣΟΚ σύρθηκε υπό την πίεση του φοιτητικού κινήματος σε υποχώρηση και αποχή από την αναθεώρηση, το ΚΚΕ χαρακτήρισε (Μάρτιος 2007) αυτή την κίνηση ως τακτικό ελιγμό. Για το ΚΚΕ δεν ήταν δυνατό, όσο δεν υπάρχει υπέρ αυτού και των συμμάχων του ο «αυθεντικός» συσχετισμός δύναμης, να επιτευχθούν γνήσιες νίκες του κινήματος. Όχι μόνον σέβεται την αστική νομιμότητα αλλά και δεν δέχεται ότι αυτή η νομιμότητα είναι υλικά βελτιώσιμη στο περιεχόμενό της υπέρ του κινήματος εντός ακόμη των ορίων της αστικής εξουσίας. Ότι μπορεί να μετατοπισθεί κάτω από την πίεση του κινήματος προς έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό δύναμης.

Αντιθέτως, η ρητορική του ΚΚΕ περί του «τελικού συσχετισμού» και της «έσχατης ρήξης» συχνά ευνοεί το λογικό συμπέρασμα του «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα για το κίνημα». Πρόκειται, εδώ, για μια μερική επαναφορά της λογικής της Τρίτης Περιόδου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, συνέβαλε σημαντικά στην νίκη του ναζισμού στη Γερμανία το 1933): η όξυνση των υλικών συνθηκών των μαζών θα οδηγήσει στη στοίχισή τους πίσω από το ΚΚ και την τελική νίκη του σοσιαλισμού. Η συλλογιστική αυτή είναι ιστορικά λανθασμένη. Τα επαναστατικά κινήματα δεν προέκυψαν σε κοινωνίες όπου αναδύθηκε μια διαρκής υποχώρηση ή έστω καθήλωση του βιοτικού επιπέδου των μαζών (η Ινδία θα ήταν, τότε, η βασική χώρα της επανάστασης) αλλά σε κοινωνίες όπου διαφάνηκε μια δυνατότητα υλικής βελτίωσης, η οποία στη συνέχεια διαψεύστηκε.16

Αλλά και από την ειδικότερη σκοπιά της σχέσης του ΚΚΕ προς την νομιμότητα, αντικείμενο αυτής εδώ της μελέτης, η συλλογιστική του ΚΚΕ είναι λαθεμένη και αβάσιμη. Γιατί η συνεχής επιβεβαίωση της σύγχρονης αυταρχικής αστικής νομιμότητας και η παγίωσή της μέσα από διαρκείς ήττες του κινήματος των μαζών δεν προετοιμάζει καμία Μεγάλη Ρήξη ούτε διαμορφώνει μια νικηφόρα ταξική συνείδηση στο κίνημα των μαζών. Αντιθέτως, μονιμοποιεί τη συνείδηση της παντοδυναμίας του κράτους και καθηλώνει τις μάζες σε έναν παθητικό ρόλο και στην κλασσική εξατομίκευσή τους εντός του καπιταλισμού.17

Επιφύλαξη πρώτη: H αναλογία του σύγχρονου ΚΚΕ με τον σταλινισμό της Τρίτης Περιόδου έχει μεν μερικές επιφανειακές αναλογίες αλλά ως ένα όριο. Πέρα από το κοινό στοιχείο της παθητικοποίησης του ΚΚ στο όνομα μιας «μέγιστης» ρητορικής και της απουσίας συμμαχιών, η αναλογία στερείται βάθους. Κι αυτό γιατί το ΚΚ της περιόδου 1928-32, παρά τον εκσταλινισμό της δεκαετίας του 1920, διατηρούσε μια στάση βασικά εχθρική και εξωτερική προς την αστική νομιμότητα και δεν συνιστούσε ακόμη το «διευρυμένο αριστερό της προγεφύρωμα». Αυτό το μαρτυρούν οι μαχητικές κινητοποιήσεις της εποχής, όταν την Πρωτομαγιά του 1929 το Κ.Κ. Γερμανίας συγκρούεται σε πολύνεκρες μάχες με την αστυνομία της Βαϊμάρης στο Βερολίνο ή το Κ. Κ. Γαλλίας συγκρούεται με τους φασίστες στο Παρίσι στις 6-2-1934. Επίσης, το μαρτυρεί η απουσία οργανικών δεσμών του τότε ΚΚΓ με τους θεσμούς της Βαϊμάρης (π.χ. Δήμοι, Πανεπιστήμια, βαθειά ένταξη στο κοινοβουλευτικό σύστημα κλπ.) και η συνεχής αναφορά στην επικείμενη επανάσταση. Τα ΚΚ του Μεσοπολέμου – ιδίως πριν από τη ρεβιζιονιστική στροφή του 1935 προς τα Λαϊκά Μέτωπα – παραμένουν ιδιόμορφα επαναστατικά κόμματα. Αυτό δεν ισχύει για το σύγχρονο ΚΚΕ: α) Μετά την υιοθέτηση του ειρηνικού περάσματος το 1945 και ξανά το 1956, β) μετά τη σχετικά εύρυθμη ενσωμάτωσή του στη μεταπολιτευτική νομιμότητα και τη λειτουργία του σε περιόδους κρίσεων ως εγγυητή και γ) ιδίως μετά τη συμμετοχή του σε αστικές κυβερνήσεις το 1989-1990, τις οποίες ουδέποτε αποκήρυξεστη συνέχεια, δ) τέλος, μετά την ένταξη του ΚΚΕ με ιδιόμορφο τρόπο στις μεταμοντέρνες πολιτικές της «ταυτότητας» και της διαφοράς. Ας μην ξεχνάμε ότι και το ΚΚΕ προβάλει σήμερα τον νεοσταλινισμό του περισσότερο ως μια συμβολική ψευδοεπαναστατικότητα/ μερική ταυτότητα παρά ως παλαιοσταλινική καθολική ουτοπία.

Επιφύλαξη δεύτερη: Η κριτική στη λογική της Έσχατης Ρήξης, όπως τη διαχειρίζεται σήμερα το ΚΚΕ, πρέπει να γίνεται από μια σκοπιά επαναστατικών αλλαγών και όχι από μια σκοπιά ρεφορμιστική, όπως αυτή των Διαρθρωτικών Αλλαγών, μια λογική δηλαδή που υποκαθιστά τη στρατηγική επαναστατικής ρήξης με τη λογική των διαρκών μικρών αλλαγών που οδηγούν στον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Με λίγα λόγια, δεν ασκούμε κριτική σε κάποια θεωρία της «εφόδου»18 (ανύπαρκτη στο ΚΚΕ και ιστορικά περιθωριακή κατά την γνώμη μας), από τη σκοπιά του Κάουτσκυ ή του Ευρωκομμουνισμού αλλά σε μια μυστικοποίηση της Ρήξης, στην αποσύνδεσή της από τον πόλεμο θέσεων και την μη προετοιμασία της δια αλλαγών που μεταβάλλουν, τροποποιούν και βελτιώνουν από σήμερα τον συσχετισμό δυνάμεων. Στη μετατροπή δηλαδή της Ρήξης σ’ ένα ανέφικτο και εσχατολογικό/ μεταφυσικό γεγονός.

2.3. Παρέκβαση: Τα όρια/ μορφές της σύγχρονης αστικής νομιμότητας και οι παράμετροι της πολιτικής κρίσης σε σχέση με τη νομιμότητα

Θα εκκινήσουμε με τη θέση ότι η σύγχρονη αστική νομιμότητα δεν αντανακλά απλώς τον συγκυριακό συσχετισμό δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και, άρα, δεν είναι «παλάντζα» (όπως θα ήθελε η οπορτουνιστική λογική).

Αντανακλά τον δομικό συσχετισμό δύναμης στην καπιταλιστική κοινωνία (η εξουσία ως σχέση-όριο και όχι ως σχέση κυμαινόμενου συσχετισμού19 και, άρα, η νόμιμη εξουσία είναι και παραμένει αστική ωσότου ανατραπεί από την επαναστατική διαδικασία – όπως έχει καταδειχθεί και από τα τραγικά γεγονότα της Χιλής του 1973 ή της Ισπανίας του 1936. Επίσης, η νομιμότητα σήμερα είναι μια αυταρχική νομιμότητα, όχι μόνον επειδή είναι αστική αλλά και επειδή ενσωματώνει δυο διαδοχικές φάσεις αυταρχοποίησης του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους:

α) Αυτήν του προνοιακού-παρεμβατικού κράτους και της προνοιακής παρεμβατικής ρύθμισης από την εκτελεστική εξουσία και β) εκείνη του αυταρχικού μεταφορντικού κράτους, το οποίο επιβάλλει την νεοφιλελεύθερη ρύθμιση στην κοινωνία.20

Το σύγχρονο αστικό κράτος εδώ και τρεις δεκαετίες είναι με έναν ιδιαίτερο τρόπο αυταρχικό, καθώς επιδιώκει να προωθήσει την καπιταλιστική αναδιάρθρωση σε βάθος και να ανατρέψει όλες τις κοινωνικές κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου. Είναι επίσης το κράτος-επιτελείο, το οποίο οργανώνει τις φιλελεύθερες κορπορατίστικες συναινέσεις («παίρνω από τον ένα για να δώσω στον άλλο»).

Ως συνέπεια της μεταφορντικής στρατηγικής ανατρέπεται η πολιτική δομή, κατά την οποία οι λαϊκές τάξεις εκπροσωπούν στρεβλά τα άμεσα συμφέροντά τους στο πολιτικό σύστημα μέσα από τα σοσιαλδημοκρατικά κυβερνητικά κόμματα (ή και τα ευρωκομμουνιστικά) και εν γένει μέσα από τις σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις εξουσίας. Tώρα πια η αναδιανεμητική στρατηγική μπορεί να είναι μονάχα μια στρατηγική κοινωνικής αντιπολίτευσης, ενώ η συμμετοχή της Αριστεράς στις κυβερνήσεις τείνει παγίως να την χρεώσει στο ίδιο στρατόπεδο με τη φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία. Το κράτος αποστειρώνεται από την αντανάκλαση των άμεσων συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών τάξεων.

Σε αυτήν τη βάση η πάλη κατά της αστικής νομιμότητας (ως έκφρασης αυτού του ποιοτικά νέου ταξικού συσχετισμού δύναμης) παίρνει χαρακτήρα κρισιμότερο και επιβιοτικότερο για την εργατική τάξη και τη νεολαία. Η επιμέρους ανατροπή των ρυθμίσεων της αστικής νομιμότητας δεν γίνεται από τη σκοπιά του επιτιθέμενου αλλά του στρατηγικά αμυνόμενου. Στον βαθμό λοιπόν που η Αριστερά θέλει να ανατρέψει όψεις αυτής της νομιμότητας, είναι κρίσιμο να καταγάγει νίκεςκαι όχι να «δικαιώνεται» δια των ηττών του κινήματος.21 To να καταγάγει νίκες σημαίνει ότι πρέπει το κίνημα να συγκεντρώνει δυνάμεις στα αδύνατα σημεία της εχθρικής οχύρωσης (Γκράμσι), να ωθεί στην ήττα των κυρίαρχων αντιμεταρρυθμίσεων και να προετοιμάζει το έδαφος για τις δυνατές αντεπιθέσεις στο επίπεδο των λαϊκών αναγκών, των κοινωνικών δικαιωμάτων κλπ. Κάθε διάρρηξη της εχθρικής οχύρωσης, κάθε επιτυχής άμυνα κατά των εχθρικών επιθέσεων, κάθε βελτίωση του συσχετισμού δυνάμεων είναι όχι μόνον επιθυμητή αλλά και αναγκαία. Σε αντίθετη περίπτωση, η Αριστερά χρεώνεται την παγίωση του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων, της αυταρχικής νομιμότητας.

Συναφές είναι και το ζήτημα της άσκησης βίας από την πλευρά του κινήματος ως πρόβλημα αντινομιμότητας:

Α) Οι υλικές συνθήκες ύπαρξης των λαϊκών τάξεων είναι δομικά βίαιες, δηλαδή οι λαϊκές τάξεις τελούν σε συνθήκες μόνιμης αναντιστοιχίας με τις ανάγκες τους.22

Β) Σύμφωνα με τους κλασσικούς του Μαρξισμού αλλά και σύγχρονους μαρξιστές (ιδίως τον Ν. Πουλαντζά) η συναίνεση εντός της αστικής κυριαρχίας είναι αδύνατη χωρίς τη λανθάνουσα και κατά συγκυρίες ενεργή χρήση της υλικής βίας εκ μέρους των μηχανισμών κρατικού καταναγκασμού.

Γ) Η διαχείριση του μεταφορντικού καπιταλισμού (του λεγόμενου «νεοφιλελευθερισμού») είναι εγγενώς και δομικά βιαιότερη από εκείνην της κεϋνσιανής φάσης («αυταρχικός κρατισμός» κατά τον Πουλαντζά). Η απαξίωση τμημάτων του κεφαλαίου, η μαζική ανεργία, η αποπτώχευση τμήματος της εργατικής τάξης αλλά και των μικροαστών, η διάλυση του κράτους προνοίας είναι όψεις μιας στρατηγικής κοινωνικής βίας. Το τέλος του κλασικού σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου συνιστά μια επιθετική και βίαιη στρατηγική προς τη μισθωτή εργασία. Δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύσσονται οι αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες, στρατιωτικοποιούνται οι αστυνομικές δυνάμεις, ενισχύεται η κοινωνική επιτήρηση και αυταρχοποιείται το ποινικό δίκαιο υπό το πρίσμα της πολιτικής καταστολής και της μηδενικής ανοχής. Τα συνταγματικά δικαιώματα καταστρατηγούνται και η εφαρμογή τους καταλήγει να είναι συσταλτική του πεδίου τους (απεργία, διαδήλωση κ.ά.), ενώ η κοινωνική γνώμη προετοιμάζεται για ακόμη μεγαλύτερη συστολή τους,

Σε αυτές τις συνθήκες η ίδια η υπεράσπιση των συλλογικών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η πάλη κατά της συστολής τους λογίζεται ως βία από τις κυρίαρχες τάξεις: όποιος αντιπαλεύει το κράτος των ΜΑΤ και τις παρεμβάσεις του, δεν τείνει να «εξαναγκάσει» τον κρατικό μηχανισμό; Όποιος είναι «αντιφρονών» δεν αντιπαλεύει τη (συνεσταλμένη και αυταρχική) αστική νομιμότητα;

Έτσι παρατηρούμε μια σημειολογική αντιστροφή: H υπεράσπιση η ίδια της συνταγματικής νομιμότητας ονομάζεται βία και παρανομία (ακόμη και με τη μορφή της ειρηνικής ανυπακοής), ενώ η εφαρμογή της συσταλτικής νομιμότητας γίνεται νόμιμο καθεστώς. Η εξαίρεση μεταβαπτίζεται σε κανόνα.

Δ) Όταν ξεσπούν συνθήκες πολιτικής κρίσης (όπως στην εξέγερση του Δεκεμβρίου 2008 στην Ελλάδα) το ζήτημα της βίας γίνεται πια κεντρικό και αποκτά κομβικό χαρακτήρα.

Σε μια συγκυρία όπου, α) η νεολαία ως διαταξική κατηγορία βιώνει την κατασταλτική ωμότητα, β) το τμήμα της εργατικής και άνεργης νεολαίας ζει την κορύφωση της επίθεσης του συστήματος πάνω του εδώ και πολύ καιρό (ανεργία, ευελιξία, επισφάλεια, κατάργηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων) και γ) οι μηχανισμοί της Δικαιοσύνης νομιμοποιούν διαρκώς την κρατική ωμότητα, είναι απολύτως φυσιολογικό οι νέοι και ένα τμήμα της περιθωριοποιημένης εργατικής νεολαίας να αντιδρούν με όρους υλικής βίας. Η απονομιμοποίηση των κρατικών θεσμών (αστυνομία, Δικαιοσύνη, εκπαίδευση, βλ. και δημοσκόπηση της Public Issue, 1.2009) ωθεί σε μια άμεση αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου βίας και σε μια κοινωνική έκρηξη. Πρόκειται για τη στιγμή όπου η κρίση νομιμοποίησης των θεσμών μετατρέπεται σε κρίση νομιμότητος23 και όπου η υφιστάμενη νομιμότητα καταγγέλλεται από τμήμα της κοινωνίας ως συρρικνωτική των δικαιωμάτων της, ως «βίαια επιθετική» και ως «ηθικά παράνομη». Πέρα από το γεγονός ότι η υλική αντιβία του Δεκέμβρη είναι χαμηλής έντασης (κυρίως υλικές ζημιές) και από το γεγονός ότι αυτή η βία έστω και αθέλητα είναι και βία «προστασίας των φιλελεύθερων όψεων του Συντάγματος», αποτελεί ύψιστη υποκρισία η καταγγελία της.

Η Αριστερά δεν δικαιούται ηθικά σε συνθήκες πολιτικής και ηθικής κρίσης να τοποθετεί σε ίδια μοίρα αυτούς που προκαλούν επιθετικά την κοινωνία και εκείνους που ακόμη και με την άσκηση βίας αμύνονται. Δεν δικαιούται να στρέφεται μονομερώς ή με τη λογική των ίσων αποστάσεων κατά των λεγόμενων «κουκουλοφόρων», δηλαδή του πιο συγκρουσιακού τμήματος του κινήματος (ανεξάρτητα από την ορθή ή μη επιλογή στόχων) αγνοώντας την ιστορική εμπειρία: Κάθε κοινωνική εξέγερση έχει επιπτώσεις βίαιες στις περιουσίες και συχνά και πάνω στα σώματα. Η Αριστερά που μιλά για μετασχηματισμούς και κοινωνικές αλλαγές οφείλει να πάρει και τις συνέπειες: θα πάμε στο σοσιαλισμό χωρίς να σπάσει ούτε ένα τζάμι, όπως δηλώνει η κ. Παπαρήγα; Πώς θα αντιμετωπίσουμε τη δομική και υλική βία των κυρίαρχων τάξεων; Πώς θα εκφραστεί σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής κρίσης η οργή και απελπισία των κυριαρχούμενων; Ακόμη και στο «ειρηνικό πέρασμα» της Βενεζουέλας (μ’ όσες αμφιβολίες το συνοδεύουν) είχαμε ως τώρα μια σαφή απόπειρα πραξικοπήματος το 2002 κατά του Τσάβες και άπειρες βίαιες ενέργειες από την πλευρά των εχόντων. Δεν αποτελεί ύψιστη αντίφαση το να ταυτίζεις επιτιθέμενους και αμυνόμενους βίαιους κοινωνικούς παίκτες; Και μάλιστα με ζουμ στη βία των αμυνόμενων; Δεν είναι αυτό μια ένδειξη ταύτισης με την κυρίαρχη νομιμότητα;

Για να ανακεφαλαιώσουμε: To ζήτημα της βίας είναι βασικά ζήτημα στάθμισης αναγκαίων μέσων σε μια οξεία κοινωνική αναμέτρηση. Δεχόμενοι ότι η αξία της ζωής ανήκει στο σύστημα αξιών της Αριστεράς – και, άρα, το αναγκαίο κρίνεται με βάση αυτή την προεπιλογή – δεν θα φθάσουμε στο συμπέρασμα ότι γενικά η χρήση βίας είναι ηθικό ζήτημα και χωρίζει τους «καλούς» από τους «κακούς», ούτε θα προβούμε σε μια εισαγγελική αξιολόγηση της βίας κάποιων «παρεκκλινόντων».

Η πολιτική βία δεν είναι βασικά ούτε αγαθή ούτε κακή. Είναι μέσο κοινωνικού ανταγωνισμού. Το κίνημα (και όχι κάποιοι αυτόκλητοι επιτελικοί μηχανισμοί του) θα κρίνει αν και σε ποιον βαθμό θα χρησιμοποιήσει πολιτική και κοινωνική βία.

Αξίζει ακόμη να αναφέρουμε τη σημαντική διαφορά της αμυντικής κοινωνικής βίας24 που χρησιμοποιεί το κίνημα για να αυτοπροστατευθεί απέναντι στην κρατική βία από την κοινωνική βία οργανωμένων μειοψηφιών της Αριστεράς (π.χ. αντάρτικο πόλης, «τρομοκρατία» κλπ.), αλλά και από την πολιτική βία ενός οργανωμένου επαναστατικού πολιτικού σχεδίου. Η κοινωνική βία είναι αυθόρμητο φαινόμενο και προϊόν αδιαμεσολάβητων κοινωνικών διεργασιών και όχι αποτέλεσμα μιας υποκίνησης ή πολιτικής καθοδήγησης, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται εκάστοτε τα χαλκεία των Μ.Μ.Ε.

Εν τέλει, το ζήτημα της πολιτικής και κοινωνικής βίας είναι δευτερεύον σε σχέση με το ζήτημα της νομιμότητας, διότι υπόκειται τελικώς σε αυτό. To πρόβλημα της νομιμόφρονος Αριστεράς (ΚΚΕ, Δεξιά του ΣΥΝ) δεν είναι τα σπασμένα τζάμια. Στην ιστορία τους αυτά τα ρεύματα έχουν προκαλέσει πολύ μεγαλύτερες «ζημιές» από τα σπασμένα τζάμια – και ορθώς έπραξαν τη δεδομένη στιγμή (το τονίζουμε προς αποφυγή παρεξηγήσεων). Ο ενδοιασμός αυτής της Αριστεράς έγκειται στο σεβασμό ή την υπέρβαση των ορίων της αστικής νομιμότητας. Στην επανάληψη δηλαδή των όρκων νομιμοφροσύνης που έδωσε αυτή η Αριστερά στον Καραμανλή το 1974, στις κυβερνήσεις συνεργασίας το 1989-90 και στην πολιτική εξουσία εν γένει μέχρι σήμερα. Στη διαβεβαίωση, εν πολλοίς, ότι η αυταρχική και αντιλαϊκή αστική νομιμότητα συνιστά ανυπέρβλητο όριο για τις λαϊκές τάξεις και ότι κάθε διευθέτηση προς όφελος αυτών των τάξεων θα γίνει συναινετικά και μη συγκρουσιακά, με αποδοχή του πυρήνα της αστικής νομιμότητας («χωρίς να σπάσει ένα τζάμι»). Για την Αριστερά αυτήν, οι «κουκουλοφόροι» είναι ένα ιδεολογικό σύμβολο. Το Σύμβολο όχι κάποιων υλικών καταστροφών – ποιος νοιάζεται σε τελική ανάλυση για αυτές, ιδίως αν παραβλεφθεί η σχέση του ΚΚΕ με τις μικροϊδιοκτητικές ψήφους; Aλλά το σύμβολο ανεξέλεγκτων και δυναμικών τμημάτων της νέας εργατικής τάξης και της εργατικής νεολαίας, τα οποία συγκρούονται με την αστική νομιμότητα και ζητούν βελτίωση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων με μέσα αποτελεσματικότερα από τις οπερετικές εκδηλώσεις της ΓΣΕΕ και του ΠΑΜΕ.

Συνεπώς, αυτή η Αριστερά δεν είναι μια Αριστερά της γκαντικής Μη-Βίας (θέση στρατηγικά λαθεμένη αλλά πάντως αξιοπρεπής ως πολιτική εναντίωσης στην εξουσία) αλλά μια Αριστερά της κοινωνικής νομιμοφροσύνης, η οποία απαιτεί να μην εξελιχθεί η κρίση νομιμοποίησης σε κρίση νομιμότητας, όρος αναγκαίος για τη ρήξη προς την κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού. Πρόκειται για μια Αριστερά-πυροσβέστη και οφείλουμε να την υπερβούμε. Δυστυχώς, το ΚΚΕ αποτελεί σήμερα την κύρια όψη της.

2.4. Μια επιφύλαξη:

Το ΚΚΕ ως αριστερό όριο της «σημιτικής» πολιτικής σκηνής (1996-2004)

Τα παραπάνω δεν πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το ΚΚΕ από το 1991 μέχρι σήμερα αποτέλεσε παγίως την «Δεξιά της Αριστεράς». Αντιθέτως, αυτό που προκαλεί σημαντική έκπληξη από τη σύγχρονη στάση του ΚΚΕ (2008-2009) είναι το γεγονός ότι το κόμμα αυτό μεταξύ 1996 και 2004 ήταν το αριστερό όριο της επίσημης πολιτικής σκηνής. Στα χρόνια της διακυβέρνησης Σημίτη το ΚΚΕ ανέπτυξε μια αξιόλογη αντιπολιτευτική δράση και ήταν σαφώς η «Αριστερά της Αριστεράς» – εντός πάντοτε του κοινοβουλευτικού φάσματος – αξιοποιώντας το γεγονός ότι α) ο ΣΥΝ ηγεμονευόταν από μια εκσυγχρονιστική στρατηγική και δεν ήταν απολύτως διακριτός από τον σημιτισμό, β) η σοσιαλδημοκρατία ήταν τότε το βασικό όχημα του εκσυγχρονιστικού κράτους και ο κριός της αστικής στρατηγικής, ενώ η αντιπολίτευση της Ν.Δ. εξέφερε συχνά έναν λαϊκιστικό και φιλοκοινωνικό λόγο.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΚΚΕ – και η Άκρα Αριστερά σε ορισμένες περιπτώσεις – ήταν και η μόνη γνήσια έκφραση της κοινωνικής αντιπολίτευσης. Αυτό εκφράσθηκε σε μια σειρά κοινωνικές συγκρούσεις και μέτωπα: α) Στη σαφώς θετική αντίθεση του ΚΚΕ στην ΟΝΕ και τις στρατηγικές της Ε.Ε. (Μάαστριχτ, Νίκαια κ.ά.), β) στη συμμετοχή του ΚΚΕ στις άγριες αγροτικές κινητοποιήσεις του 1996-2000, γ) στη συμμετοχή του ΚΚΕ στα γεγονότα του διαγωνισμού ΑΣΕΠ τον 6.1998, δ) στις αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις για τη Σερβία το 1999, τον Οτζαλάν το 1999, το Ιράκ το 2003 κ.ά.

Ιδίως το αντιιμπεριαλιστικό στοιχείο οφείλει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το επίπεδο το ΚΚΕ οργανώνει διαμαρτυρίες το 1999 οριακές για τη σχέση του με τη νομιμότητα και «συμβολικά» ρηκτικές αυτής, συχνά υπερκερνώντας την Άκρα Αριστερά (επίσκεψη Κλίντον τον 11.1999).

Οι κριτικές που ασκήθηκαν τότε στο ΚΚΕ ως εθνικιστικό ή μονομερώς φιλοσερβικό κόμμα ήταν σε μεγάλο βαθμό υπερβολικές. Στη συγκυρία εκείνη, το ΚΚΕ εξέφρασε μια ισχυρή αντιιμπεριαλιστική δυναμική στην ελληνική κοινωνία και συνεισέφερε βασικά στην αριστερή ηγεμόνευση επί της δυναμικής αυτής απομονώνοντας τα εθνικιστικά ρεύματα.

Παρ’ όλα αυτά και η αντιπολίτευση του ΚΚΕ επί Σημίτη έχει αδύνατα σημεία από τη σκοπιά μιας αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αφ’ ενός μεν δεν απαντούσε στον κοσμοπολιτισμό της σοσιαλδημοκρατίας με επαρκώς ταξικούς όρους, αφήνοντας περιθώρια και σε εθνικιστικές συμπλεύσεις με τους Κανέλλη, Ζουράρι κλπ.), αφ’ ετέρου δε προχωρούσε μεν σε πρακτικές ρήξης (αποκλεισμός Κλίντον 1999) αλλά με συμβολικούς κυρίως όρους. Χωρίς να υποτιμούμε την αξία αυτών των συμβολικών ρήξεων (που ήταν ήδη «ακραίες» για τον τότε ΣΥΝ), οφείλουμε να μην παραβλέπουμε ότι ο συμβολικός χαρακτήρας σήμαινε και όρια σε αυτές τις πρακτικές. Ο αντικειμενικός σκοπός τους δεν ήταν το σπάσιμο της απαγόρευσης – οπότε θα επέλεγε το ΚΚΕ και πολιτικούς συμμάχους – αλλά η θέαση (μ’ έναν τρόπο που θυμίζει τους καταστασιακούς) της δυνατότητας να σπάσει την απαγόρευση. Έτσι, οι μάζες διαπαιδαγωγούνταν σ’ έναν συμβολικό-θεματικό χαρακτήρα των ρήξεων και όχι στην υλική πραγμάτωσή τους ως το τέλος με σκοπό να επαχθούν πολιτικά αποτελέσματα.25 Με παρόμοιο τρόπο κινήθηκε και στο αγροτικό μέτωπο το ΚΚΕ.

Τα όρια αυτά ήταν αποτέλεσμα δομικών περιορισμών του ΚΚΕ μετά το 1974 στο να εξελιχθεί σε ένα όντως αντισυστημικό κόμμα: θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον «φλωρακισμό» της περιόδου 1975-1990 και να τοποθετηθεί προς τη νομιμότητα όχι ως μια προστατευτική για αυτό συνθήκη αλλά ως μια πραγματικότητα απολύτως εχθρική προς το μαζικό κίνημα, παρά το ότι ενσωμάτωνε ιστορικά κάποια δικαιώματα και κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Αδυνατώντας να το κάνει το ΚΚΕ,

κατέστη όχι ένα αντισυστημικό κόμμα αλλά το άκρο αριστερό όριο της επίσημης πολιτικής σκηνής, παραμένοντας στο σύστημα κομμάτων του αστικού κοινοβουλευτισμού.

Η αριστερή στροφή του ΚΚΕ – ιδεολογικά πάντοτε συναρθρωμένη με τον σταλινισμό – μετά το 1991 και ιδίως μετά το 1996, του παρέσχε τη δυνατότητα κατά την περίοδο ως το 2004 να συνάψει κάποιες μικρής έκτασης και διάρκειας πολιτικές συμμαχίες (ΔΗΚΚΙ, Κομμουνιστική Ανανέωση, ΑΚΟΑ το 1998 υπό τον Αυδή κλπ.). Όμως, ο σεχταρισμός του και τα όρια της αριστερής του στροφής γρήγορα διέλυσαν τους όρους αυτών των συμμαχιών.

Ουσιαστικά, η μόνη συμμαχία που συνέπηξε σταθερά σε αυτήν την περίοδο το ΚΚΕ ήταν η κοινωνική συμμαχία σε «αντιεκσυγχρονιστική» κατεύθυνση των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων που πλήττονταν από την αναδιάρθρωση υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου, τμημάτων των αγροτών και ορισμένων τμημάτων της βιομηχανικής εργατικής τάξης που ιστορικά είχαν ακολουθήσει το ΚΚΕ. Αυτή η συμμαχία δεν απέκλειε το σεχταρισμό του ΚΚΕ προς την υπόλοιπη Αριστερά αλλά συμβάδιζε μαζί του.

Δυστυχώς, σε αυτή την κοινωνική συμμαχία της μικρομεσαίας «λαϊκής δημοκρατίας» η ηγεμονία δεν ανήκε στην εργατική τάξη και ιδίως στις μαχητικές εργατικές πρακτικές αλλά στη μικροαστική ιδεολογία και τρόπο οργάνωσης και δράσης. Αυτή η μικροαστική ηγεμονία οδήγησε στη μερική ανακοπή της αριστερής στροφής του ΚΚΕ στα επόμενα χρόνια (2004-2008). Ιδίως όμως στον όλο και μεγαλύτερο σεβασμό μετά το 2002 και ιδίως μετά το 2004 των οσίων της αστικής νομιμότητας.

2.5. Το crash-test των υποθέσεων «17Ν» και «ΕΛΑ»: Νομιμοφροσύνη;

Ένας προπομπός τα σημερινής στάσης του ΚΚΕ προς τις «κουκούλες» ή τη «βία» ήταν η στάση του κατά την «εξάρθρωση της τρομοκρατίας» το 2002-2003.

Στην περίπτωση εκείνη το ΚΚΕ απέδωσε το σύνολο των «υπό εξάρθρωση» οργανώσεων και δράσεων στην υποκίνηση και καθοδήγηση από την Αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες. Εξ ου και η εκτίμηση ότι «τους είχαν και τους απέσυραν». Συνέβαλε έτσι στην ενίσχυση θεωριών συνωμοσίας γύρω από τις ένοπλες οργανώσεις της Μεταπολίτευσης.

Το ΚΚΕ αρνήθηκε να δεχτεί ότι υπήρξε όντως φαινόμενο και οργανώσεις αριστερής ένοπλης βίας στην Ελλάδα μεταξύ 1974 και 2000. Και εδώ λειτούργησε η «μη αποδοχή της πραγματικότητας». Τα κόμματα σταλινικού τύπου, όπως ήδη έχει εκτεθεί, αρνούνται την ύπαρξη γνήσιων οργανώσεων ένοπλης πάλης, άρα η όποια δράση τους κυμαίνεται μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής προβοκάτσιας. Η αναγνώριση της ύπαρξης αυτών των οργανώσεων θα σήμαινε ότι υπάρχουν κοινωνικές δυναμικές απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες από τον μηχανισμό. Θα σήμαινε ακόμη ότι θα υπήρχαν και άλλοι μηχανισμοί ελέγχου ή κοινωνικής υποκατάστασης των μαζών πέρα από το ΚΚΕ. Δύσκολο να γίνει αυτό αποδεκτό από το ΚΚΕ. Δύσκολο έως αδύνατο. Και πάλι το συμπέρασμα δεν είναι παρά το αδιαφιλονίκητο μονοπώλιο βίας του αστικού κρατικού μηχανισμού.

2.6. Η άνοδος της κυβέρνησης Καραμανλή, η μετατόπιση του ΚΚΕ και ο περίεργος αντίστροφος λαϊκομετωπισμός (2004-2008)

Η κυβερνητική εναλλαγή του 2004 και η άνοδος της Νέας Δημοκρατίας στη διακυβέρνηση τροποποιεί σημαντικά την πολιτική τακτική του ΚΚΕ προς το κυβερνητικό κέντρο εξουσίας, με δεδομένη και την πάγια διστακτικότητά του έναντι της διάρρηξης της αστικής νομιμότητας. Μάλιστα, αυτή η διστακτικότητα σαφώς επιτείνεται με αποτέλεσμα το ΚΚΕ να διαγκωνίζεται πλέον για την κατάληψη του αριστερού ορίου της πολιτικής σκηνής με τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και να μην είναι πλέον το προβαλλομενο από το σύστημα ως «αντισυστημικό κόμμα». Αντιθέτως, αυτός ο ρόλος αποδίδεται πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η μικρότερη ρηκτικότητα του ΚΚΕ σε σχέση με την περίοδο 1996-2004 συμβαδίζει με τη συνέχιση και επίταση του κινηματικού σεχταρισμού του και την όλο και πιο επιθετική στάση του προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Συμβαδίζει και με την υποτιθέμενη ιδεολογική του σκλήρυνση, τη μεγαλύτερη έμφαση στο ζήτημα Στάλιν.

Ο πρώτος λόγος της μικρότερης ρηκτικότητας του ΚΚΕ και της επιλογής ενός «νομιμότερου σεχταρισμού» σχετίζεται με τη σχετική άνοδο και ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και την εξέλιξη του ενδοαριστερού ανταγωνισμού.

Πιστεύουμε ότι η υλική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προκαλέσει κραδασμούς στην κοινωνική συμμαχία που στηρίζει και στηρίζεται από το ΚΚΕ. Έχουμε προσδιορίσει τη συμμαχία αυτή ως «εργατομικροαστική», ως ηγεμονευόμενη κυρίως από στοιχεία της μικροαστικής ιδεολογίας και ως μη συγκρουσιακή με έναν βαθύτερο πυρήνα της αστικής νομιμότητας. Για το διάστημα που ο ΣΥΝ στήριζε το εκσυγχρονιστικό μπλοκ, απελευθερωνόταν η δυνατότητα άσκησης μιας αντιεκσυγχρονιστικής πολιτικής από το ΚΚΕ, η οποία κινητοποιούσε την εργατική όψη της συμμαχίας αλλά και ριζοσπαστικοποιούσε την παραδοσιακή μικροαστική του συνιστώσα (την ανήγαγε σε αντιπλουτοκρατική). Τα σημεία συνάντησης του αντιεκσυγχρονισμού αυτού δεν ήταν η αντικαπιταλιστική στρατηγική αλλά η ριζική αντιμονοπωλιακότητα και το αντιϊμπεριαλιστικό Έθνος.

Η εμπλοκή του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο των αντιστάσεων της νεολαίας αλλά και ορισμένων τμημάτων της εργατικής τάξης (εργατική αριστοκρατία, εργαζόμενοι δημόσιου τομέα, νομαδική νεολαία, νέα αγωνιστικά σωματεία) υποχρεώνει το ΚΚΕ σε αναπροσανατολισμό της τακτικής του μετά το 2006. Αφ’ ενός μεν εντείνει τα επιθετικά μέτωπα προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού νοιώθει ότι έστω εν μέρει απειλείται σε επίδικες ταξικές στρωματώσεις. Αφ’ ετέρου δε νοιώθοντας μη άνετα στο επίδικο πεδίο της κοινωνικής ριζοσπαστικότητας και φοβούμενο ότι εκεί μπορεί να υποστεί ήττες, όσο δεν υπερβαίνει τα όρια της μικροαστικής διαμαρτυρίας, αναδιπλώνεται σταδιακά στις πιο μικροαστικές και μεσοαστικές του εκπροσωπήσεις, στις οποίες αναφέρεται πιο έντονα μέσω συντηρητικότερων ιδεολογικών εγκλήσεων και προσήμων («Ο μέσος εργαζόμενος», «το περιφρουρημένο κίνημα» κλπ.). Έτσι, όχι μόνο συντηρητικοποιεί τις εργατικές του εγκλήσεις αλλά και ανασχέτει τον ίδιο το μικροαστικό ριζοσπαστισμό, παράγοντες που το ανέβασαν στην πρώτη θέση της Αριστεράς μεταξύ 1991 και 2004. Ακόμη και αν ενισχύεται μεσοπρόθεσμα από τον κοινωνικό συντηρητισμό έναντι του 12.2008,26 αποσαρθρώνεται η βάση της ενδοαριστερής ηγεμονίας του από τη δεκαετία του 1990 και η συγκυριακά προωθητική συγχώνευση σε αυτό αντιφατικών ταξικών εγκλήσεων.

Υπάρχει και ένας δεύτερος βασικός λόγος που η πρακτική του ΚΚΕ γίνεται πιο νομιμόφρων μετά το 2004: η σχέση του με τον κομματικό σχηματισμό της Νέας Δημοκρατίας που ασκεί τη διακυβέρνηση. Δεν είναι υπερβολικό να ισχυρισθούμε ότι το ΚΚΕ μετά το 2004, χωρίς να γίνεται ακριβώς φιλο-ΝΔ, δίνει όλο και μεγαλύτερη σημασία στη θετική εικόνα του δεξιού πολιτικού χώρου, με το επιχείρημα «είναι αυτοί που φαίνονται» και εκτρέφει έναν λανθάνοντα «αντίστροφο λαϊκομετωπισμο»: εννοεί ότι η Ν.Δ. είναι προτιμότερη από το ΠΑΣΟΚ.

Η ιεράρχηση αυτή έχει κάποιες αντικειμενικές κοινωνικές βάσεις, συγκλίσεις ταξικών εκπροσωπήσεων. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη η καπιταλιστική αναδιάρθρωση και η διεθνοποίηση των αγορών προωθήθηκε προνομιακά από τη φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία μεταξύ 1985 και 2005. Αυτή η δύναμη μπορούσε να πείθει εκάστοτε τους εργαζόμενους ότι η νεοφιλελεύθερη συρρίκνωση των δικαιωμάτων τους θα γινόταν στο μικρότερο δυνατό βαθμό αλλά και προσωρινά, θα ήταν «ήπια». Από την άλλη πλευρά, η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα υπήρξε μια δύναμη ιδιαίτερα υποκείμενη στην κρατική διαφθορά, γεγονός που την απομόνωσε στα 2000-2004 από ευρύτερα εργατικά αλλά και μικροαστικά στρώματα.

Παρ’ όλα αυτά, το ΚΚΕ δεν παρακολούθησε με επάρκεια τη στροφή της Ν.Δ. στα 2004-2008 προς τον πυρήνα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, αλλά ούτε και την ολόπλευρη ανάμειξή της στο φαινόμενο της κρατικής διαφθοράς.

Ο ελλιπής αντικυβερνητισμός του ΚΚΕ μετά το 2004 και ο λανθάνων αντίστροφος λαϊκομετωπισμός του (που θυμίζει και όψεις του θέρους του 1989) οφείλεται, αναμφισβήτητα, στην ύπαρξη παράλληλων δομών εκπροσώπησης ΚΚΕ και Ν.Δ. με τμήματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων.

Με λίγα λόγια, το ΚΚΕ αναγνωρίζει σ’ έναν βαθμό τη στρεβλή εκπροσώπηση στρωμάτων ηττημένων από τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη στη Ν.Δ., αλλά δεν αντιλαμβάνεται πλήρως ότι από το 2005 και εξής η διακυβέρνηση της Ν.Δ. χωρίς να αφίσταται πλήρως από αυτά τα μικροαστικά και δευτερευόντως εργατικά στρώματα (εξ ου ο λόγος περί ενίσχυσης των αδυνάτων κλπ.), αποβαίνει το ίδιο (αν όχι και περισσότερο) νεοφιλελεύθερη και εκσυγχρονιστική με τον Σημίτη, υλοποιεί την ίδια αστική στρατηγική και μάλιστα με ανελαστικότερο τρόπο. Συνεπώς, το ΚΚΕ διαπράττει αντεστραμμένα το ίδιο σφάλμα με εκείνο των λαϊκομετωπικών συμμαχιών των ΚΚ:

- Ταυτίζει εκπρόσωπο και εκπροσωπούμενο. Δεν αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ότι άλλο πράγμα είναι η στρεβλή εκπροσώπηση της μικροαστικής τάξης και ορισμένων εργατικών στρωμάτων από το αστικό κόμμα εξουσίας και άλλο η γνήσια αντιπροσώπευση των αστικών συμφερόντων από το σύστημα του αστικού κοινοβουλευτισμού και τα κόμματά του. Οι δυο πλευρές συνιστούν μια αντίφαση μονίμως επιλύσιμη υπέρ των μονοπωλιακών συμφερόντων.

- Δεν αντιλαμβάνεται ότι μόνον μια επιθετική πολιτική έναντι της αστικής διακυβέρνησης μπορεί να επιλύσει την αντίφαση υπέρ της χειραφέτησης των μικροαστικών συμφερόντων από την αστική ηγεμονία.

- Εγκλωβίζεται μέσω της ιδεολογικής υπεράσπισης της μικροϊδιοκτησίας στην αστική στρατηγική, αντί να τονίζει τη διαφορά ανάμεσα στη μικροϊδιοκτησία και την αστική ιδιοκτησία.

- Ταυτίζει συχνά τη μικροαστική τάξη με τη μικρή αστική τάξη, παραγνωρίζοντας τον άμεσα εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της τελευταίας.

- Από κόμμα της μικροαστικής ιδιοκτησίας μετατρέπεται στις συνθήκες πολιτικής κρίσης σε κόμμα της τάξης.

Αποτέλεσμα αυτής της αντίστροφης «λαϊκομετωπικής στρατηγικής» είναι: α) Τα κοινοβουλευτικά παζάρια με την κυβέρνηση Κραμανλή, β) ο μονομέτωπος σχεδόν αγώνας προς το ΠΑΣΟΚ ως το αποκλειστικό όχημα των μονοπωλιακών συμφερόντων, γ) η εμφάνιση του ΚΚΕ σε συνθήκες αναταραχής ως «κόμματος της τάξης».27

2.7. Το ΚΚΕ και ο Δεκέμβρης 2008

Απέναντι στο ξέσπασμα της κοινωνικής έκρηξης του Δεκέμβρη 2008,28 το ΚΚΕ υπήρξε αρχικά βουβό και μετά απροκάλυπτα εχθρικό. Είτε ταύτισε το μαζικό κίνημα με τους «κουκουλοφόρους» (δηλαδή το πιο βίαιο και συγκρουσιακό τμήμα του κινήματος) είτε υπήγαγε τους «κουκουλοφόρους» στον ΣΥΡΙΖΑ, αρνήθηκε να έχει σχέση με το κίνημα, αν εξαιρέσει κανείς τα περιφρουρημένα συλλαλητήρια των ΠΑΜΕ και ΚΝΕ.

Η στάση του ΚΚΕ προς την εξέγερση υπήρξε μια στάση ιδεολογικά συντηρητική και μικροαστική, πολιτικά αντιδραστική. Μια πραγματικά κομμουνιστική στάση θα προϋπέθετε την ένταξη του κόμματος στο νέο αυτό κίνημα, τη συμβολή στην πολιτικοποίησή του και την πάλη κατά των φετιχιστικά βίαιων όψεών του. Θα ήταν μια στάση εσωτερική και όχι καταγγελτική έναντι του κινήματος – όπως ήταν σε γενικές γραμμές η στάση του ΣΥΡΙΖΑ.

Η στάση του ΚΚΕ δεν έχει καμία σχέση με τη λενινιστική αντίληψη για την επίδραση κόμματος-μαζών, πόσο μάλλον τη γκραμσιανή ερμηνεία του λενινισμού. Είναι, απλώς, η συνέχεια του σταλινικού «κοινωνικού πυροσβεστισμού». Ας θυμίσουμε εδώ τη στάση του Β. Ι. Λένιν σε μια σειρά συγκυρίες όπου εμφανίσθηκε ένα κίνημα μη άμεσα οδηγούμενο από τους Μπολσεβίκους και όπου τέθηκε το ζήτημα της στάσης των Μπολσεβίκων απέναντί του.

Χαρακτηριστικά, μιλώντας για τη στάση του Κ.Κ.Ρ.-Μπ. τον Ιούλη του 1917, όταν οι μάζες κατέβηκαν αυθόρμητα στους δρόμους κατά του Κερένσκι, ο Λένιν έγραφε:

Αν το κόμμα μας είχε αρνηθεί να υποστηρίξει το μαζικό κίνημα της 3-4 Ιούλη 1917, το οποίο ξέσπασε αυθόρμητα παρά τις προσπάθειές μας να το αποτρέψουμε, στην πραγματικότητα θα είχαμε προδώσει ολοκληρωτικά το προλεταριάτο, αφού ο κόσμος ρίχτηκε στη δράση από τον αιτιολογημένο και δίκαιο θυμό του…29

Δυο χρόνια αργότερα (1919) έγραφε:

Όταν οι μάζες παλεύουν, τα λάθη είναι αναπόφευκτα. Οι κομμουνιστές πρέπει να μείνουν με τις μάζες, βλέποντας τα λάθη τους, εξηγώντας τα, προσπαθώντας να τα διορθώσουν και να πιέζουν επίμονα για την επικράτηση της ταξικής συνείδησης πάνω στο αυθόρμητο…30

Επίσης, το 1920, ο ηγέτης του γερμανικού ΚΚ Πάουλ Λέβι έγραφε μέσα από τη φυλακή, αν και διαφωνούσε με την επιθετική τακτική του ΚΚ Γερμανίας, την οποία θεωρούσε ως πρόωρη:31

Θεωρούσα πάντοτε ότι είμαστε ξεκάθαροι στη συμφωνία μας στο εξής σημείο: όταν ξεκινάει η δράση ακόμη και για ηλίθιους σκοπούς, συμμετέχουμε σ’ αυτή τη δράση ώστε με τα συνθήματά μας να την οδηγήσουμε πέρα από αυτούς τους ηλίθιους σκοπούς και ότι δεν θα τσιρίζουμε «μη σηκώσετε ούτε το δαχτυλάκι σας», αν αυτοί οι σκοποί δεν μας ικανοποιούν.

Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Λέβι στη συνέχεια διαγράφτηκε ως «δεξιός» από το ΚΚΓ (KPD).

Όλες αυτές οι ιστορικές καταγραφές αποδεικνύουν το καθήκον των επαναστατών να παραμένουν μέσα σε μια αυθόρμητη κοινωνική εξέγερση, τις μορφές και σκοπούς της οποίας κανείς κοινωνικός μηχανικός δεν μπορεί να προκαθορίσει. Και όχι να την καταγγέλλουν ως μικροαστοί οπαδοί της τάξης.

Ποια ήταν, όμως, η στάση του ΚΚΕ τον Δεκέμβρη 2008;

-Aνέδειξε τη διάσταση των καταστροφών και των «κουκουλοφόρων» ως το κεντρικό σημείο της εξέγερσης.

- Έφτασε στο τραγικό σημείο να δηλώσει ότι … ακόμη και αν κατέβαιναν 50.000 κουκουλοφόροι, θα καταδίκαζε την εξέγερση. Όμως, στην περίπτωση αυτήν η επιρροή του ΚΚΕ θα ήταν ούτως ή άλλως μηδαμινή.

- Αδιαφόρησε και στάθηκε εχθρικά στην έκφραση του δίκαιου θυμού της νεολαίας, αλλά και ιδιαίτερα της εργατικής νεολαίας.

- Επέκρινε το κράτος για την κατασταλτική του ανικανότητα να τσακίσει τους «κουκουλοφόρους». Σε αυτό το σημείο τοποθετήθηκε δεξιότερα και από τον Παυλόπουλο και συνέκλινε με το ΛΑΟΣ σχετικά με την νομιμότητα.

- Απέδωσε τη βία όχι στις κοινωνικές επιπτώσεις της χρόνιας καταπίεσης – γεγονός απόλυτα συμβατό με την κοινωνική δυναμική και τις αρχές του Ιστορικού Υλισμού – αλλά στην «υποκίνηση» και πάλι. Ταυτίστηκε έτσι με τις δεξιόστροφες θεωρίες συνωμοσίας.

- Ενώ μιλά συνεχώς για επαναστατικές διαδικασίες στο μέλλον, αρνήθηκε να δει την κοινωνική διάσταση μιας παρούσας εξέγερσης. Αλήθεια, ποιος καλόπιστος μπορεί να πιστέψει ότι το ΚΚΕ παραμένει ένα επαναστατικό κόμμα;

Ποιος μπορεί να δεχθεί ότι το ΚΚΕ θα καθοδηγήσει αύριο κάποια έστω ειρηνική επανάσταση (“revolution by consent”), όταν στο επίπεδο ακόμη και του σπασίματος των βιτρινών και των νέων με προσωπίδες τρομοκρατείται και μιλά για «προβοκάτορες»; Και για προστασία της αστικής και μικροαστικής ιδιοκτησίας; Όταν δημοσιεύει διηγήματα στον Ριζοσπάστη για να δικαιώσει τη λειτουργία των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών; Η στάση αυτή του ΚΚΕ θυμίζει τις χειρότερες και λεγκαλιστικότερες στιγμές από την ιστορία του διεθνούς ΚΚ, την προδοσία της ισπανικής επανάστασης από το Ισπανικό ΚΚ, τη Βάρκιζα το 1945, το λεγκαλισμό των ΚΚΕ και ΚΚΕ-εσωτ. στη Μεταπολίτευση, την «ειρηνική» πορεία του γερμανικού ΚΚ προς τη σφαγή στα 1931-1933.

- Αντί το ΚΚΕ να ασκήσει αυτοκριτική στη δική του οπορτουνιστική τακτική, επικεντρώθηκε στην καταδίκη της γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αλήθεια ότι η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα του ΣΥΝ είχε λάθη και αντιφάσεις, ιδίως όταν επέμεινε στο μηχανιστικό διαχωρισμό των ειρηνικών και βίαιων εκδηλώσεων του κινήματος. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ όρισε θετικά το φαινόμενο της κοινωνικής εξέγερσης, στάθηκε βασικά στο πλευρό της και την υπεράσπισε απέναντι στις επιθέσεις των ΝΔ, ΛΑΟΣ και ΚΚΕ. Αυτή είναι μια κρίσιμη διαχωριστική γραμμή. Και πλήρωσε το δημοσκοπικό εκλογικό τίμημα γι’ αυτό.

Συμπεράσματα

Η στάση του ΚΚΕ τον Δεκέμβρη 2008 οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες:

- Στη συνέχιση μιας λεγκαλιστικής γραμμής προς την αστική νομιμότητα που τηρεί σχεδόν αδιαλείπτως το ΚΚΕ από το 1974 και εξής. Αναλύσαμε τους λόγους αυτής της γραμμής.

- Στην υποχώρηση των στοιχείων του ως αριστερού αντιπολιτευτικού κόμματος της περιόδου 1996-2004, μέσα και από την επίμονη κόντρα του με τον ΣΥΡΙΖΑ.

- Στην οργανική του σύνδεση και σχέση εκπροσώπησης με μικροαστικά και μεσαία στρώματα (κυρίως παραδοσιακά), παρά την όποια ψευδοεπαναστατική-σταλινική ρητορεία του. Εδώ άλλωστε βρίσκεται και η διαφορά του από τα παλαιά Μ-Λ μορφώματα.

- Στην τάση του σταλινικού μηχανισμού να καταγγέλλει κάθε ανεξέλεγκτο κίνημα και στη συνακόλουθη εγκατάλειψη της ορθής λενινιστικής γραμμής να είμαστε μέσα στο κίνημα άνευ όρων.

- Στον «αντίστροφο λαϊκομετωπισμό» του σε σχέση με τη Νέα Δημοκρατία.

- Στην παθητική και περιφρουρημένη αντίληψή του για το μαζικό κίνημα.

- Στην εχθρότητά του προς κάθε τι το κινηματικό που το ξεπερνά από τα αριστερά.

Σε κάθε περίπτωση, και παρά το ότι η γραμμή του Ενιαίου Μετώπου της Αριστεράς (και με το ΚΚΕ μέσα) παραμένει βασικά ορθή, γεννιέται ένας έντονος προβληματισμός για το αν το σημερινό ΚΚΕ μπορεί να εγκαταλείψει το φόβο του προς το μαζικό κίνημα και να ενταχθεί μεσοπρόθεσμα σε μια μετωπική γραμμή εγκαταλείποντας τις σημερινές εξαιρετικά συντηρητικές και οπορτουνιστικές στρατηγικές του διαστάσεις.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ο τότε Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών χαρακτήριζε στα 1983-1984 τις δυνάμεις της ΚΝΕ και του ΠΑΣΟΚ στα ΑΕΙ ως μια αναγκαία και χρήσιμη «φοιτητική αστυνομία».

2. Βλ. σε άλμπουμ Αυτοί οι αγώνες δεν δικαιώθηκαν, συνεχίζονται, Αθήνα 1982 σσ. 88-91, 112-120, Δ. Μπελαντή Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό – διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής, Αθήνα 2004, Προσκήνιο, Κεφάλαιο Τρίτο, «Αποφάσεις Κ.Ε. του ΚΚΕ μεταξύ 9ου και 10ου Συνεδρίου», Αθήνα 1978, απόφαση της 24/7/1975 και 26/5/1976, όπου δίνεται έμφαση στα αντιδραστικά και προβοκατόρικα στοιχεία που υποκινούν τις ταραχές. Το λαϊκό στοιχείο παρουσιάζεται πάντοτε ως πειθαρχημένο και συντεταγμένο. Bλ. και Πρακτικά Βουλής της 12-6-1976, συζήτηση για την βία.

3. Αυτοί οι αγώνες… όπ. π. Επίσης Κ. Κυριακόπουλου, Το εργατικό πρόβλημα κατά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, Αθήνα χ. χρ., Ελεύθερος Τύπος.

4. Βλ. τ. 13 του περιοδικού Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωση, 12.1980.

5. Βλ. και σε Χρ. Λαζαρίδη «Ξεχασμένες ιστορίες για ένα επίκαιρο παραμύθι», Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωση, τ. 4, 11/1978.

6. Όπως δέχεται έμμεσα πλην σαφώς και η πρόσφατη ακραία φιλοσταλινική κατεύθυνση των Θέσεων για το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ (στο εξής Θ18). Όμως, ο αντιχρουστσωφισμός δεν είναι πανάκεια ούτε πιστοποιητικό ορθής γραμμής μαζών.

7. Βλ. σε Χρ. Βερναρδάκη - Γ. Μαυρή, Πολιτικά κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες, Αθήνα 1991, Εξάντας.

8. Βλ. σε Ν. Πουλαντζά, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, τ. Β’, Αθήνα 1975, Θεμέλιο, Μ. Χάρνεκερ, Βασικές έννοιες του Ιστορικού Υλισμού, Αθήνα 1977, Παπαζήσης.

9. Βλ. και Π. Κούτουλα «Σχετικά με τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας», ΚΟΜΕΠ 2/1976. Επίσης Γρ. Φαράκου, Για την ταξική-πατριωτική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, Αθήνα 1979, Σύγχρονη Εποχή.

10. Σε Κούτουλα όπ. π.

11. Πρβλ. την αντιμετώπιση του γκωσισμού από το Κ.Κ. Γαλλίας το 1968. Σχετικό αντιαριστερίστικο/ αντιγκωσιστικό άρθρο και σε Αυγή το καλοκαίρι 1976 με επιχειρήματα παραπλήσια προς το τότε «ευρωκομμουνιστικό» ΚΚΓ (υπονομευτικός ρόλος του αριστερισμού).

12. Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να εικάσει τι θα συνέβαινε, αν ο συσχετισμός και η υλική ισχύς ήταν από την πλευρά των ευρωκομμουνιστών. Η εμπειρία της Β΄ Πανελλαδικής δεν είναι ενθαρρυντική για τη δημοκρατική συνέπεια του ΚΚΕ-Εσωτερικού στα πλαίσια αυτής της εικασίας.

13. Η πορεία της 19-11-1985 θα λάβει χώρα με πρωτοβουλία της Άκρας Αριστεράς και της αριστερής τάσης της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, η οποία ηγεμονεύει στο θέμα αυτό στην όλη οργάνωση.

14. Για την έννοια της «ταξικής έγκλησης» βλ. Ε. Λακλάου, Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία, Αθήνα 1983.

15. Πάντως, δεν υποτιμούμε την οργανωτική-πολιτική δράση του κόμματος, όπως (υποτίθεται ότι) έκαναν τα λουξεμπουργκιστικά ρεύματα. Θεωρούμε ότι η διαλεκτική σχέση κόμματος/ κινημάτων είναι πολύ πλουσιότερη από την έννοια της «εξαρτημένης καθοδήγησης».

16. Βλ. σε J.Geary, Το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη 1848-1939, Αθήνα 1988, Παρατηρητής, με πλούσια στοιχεία για τη Γερμανία του 1900-1920.

17. Σε Ν. Πουλαντζά, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, Αθήνα 1975, Α’ Τόμος.

18. Βλ. σε Δ. Μπελαντή, «Σημειώσεις σχετικά με τη στρατηγική της εφόδου» σε Θέσεις 103/ 2008.

19. Βλ. το υπό έκδοση: Δ. Μπελαντή, «Ο δημοκρατικός δρόμος για το σοσιαλισμό και η μαρξιστική θεωρία του κράτους».

20. Δ. Μπελαντή, Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό – διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής, όπ. π. Κεφάλαιο Α΄.

21. Η εδώ κριτική δεν αφορά μόνο το ΚΚΕ αλλά και μερίδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

22. Για τη δομική βία βλ. σε Graham-Gurr, Violence in America, NY, 1969, επίσης γενικότερα το έργο του Johann Galtung για την “strukturelle Gewalt”. Βλ. και σε Δ. Μπελαντή, Αντιτρομοκρατική νομοθεσία και αρχή του κράτους δικαίου, Αθήνα 1998, Εισαγωγή.

23. «Κρίση νομιμότητας και κρίση νομιμοποίησης του σύγχρονου καπιταλισμού», κείμενο του Αρ. Μάνεση από τον τόμο ΚΜΑΣ Η κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, Αθήνα 1981.

24. Δ. Μπελαντή, Αναζητώντας …, Κεφ. 3ο, 2004 όπ. π. Βλ. και σε Λ. Φεραγιόλι, Βία και Πολιτική, Αθήνα 1985, Στοχαστής.

25. Όπως είχαμε επισημάνει ήδη τον 11.1999 και 5. 2000 στο περιοδικό Αριστερή Συσπείρωση τ. 3. και 4.

26. Μ’ έναν τρόπο που θυμίζει το φούσκωμα του αντεπαναστατικού ισπανικού ΚΚ από τα μεσοστρώματα το 1937.

27. Μ’ έναν τρόπο που θυμίζει την ανάλυση του Κ. Μαρξ για το ρόλο των αντεπαναστατών μικροαστών στην καταστολή του 6/1848 (18η Μπρυμαίρ του Λ. Βοναπάρτη, εκδ. Θεμέλιο ).

28. Η έκρηξη του 12.2008 αντιστοιχούσε σε μια κρίση νομιμοποίησης των πολιτικών θεσμών και ενείχε όψεις απαρχής μιας κρίσης ηγεμονίας συνδεδεμένης και με την ταξική καταπίεση αλλά και με τα δεδομένα της αρξάμενης οικονομικής κρίσης. Υπερέβη κατά πολύ την προϋφιστάμενη κρίση διακυβέρνησης, η οποία επικεντρωνόταν κυρίως στο κομματικό σύστημα.

29. Βλ. σε Τόνυ Κλιφ, Λένιν τ. 2, 1917-1921, σελ. 268.

30.Όπ. π.

31. Βλ. σε Κρ. Χάρμαν, Γερμανία 1918-1923 – η ξεχασμένη επανάσταση, Αθήνα 2009, στο κεφάλαιο για την αντεπανάσταση του Καπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου