Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Περί Κοινοβουλευτισμού



Θεωρώ πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς το πολιτικό σύστημα σήμερα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως άδικο, ανήθικο, υποκριτικό, επιθετικό, διεφθαρμένο, ρατσιστικό, απάνθρωπο. Και όμως μας λένε ότι έχουμε δημοκρατία. Συνήθως η λέξη δημοκρατία συνοδεύεται από κάποιο επίθετο όπως το κοινοβουλευτική, αστική, αντιπροσωπευτική κλπ. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τα χαρακτηριστικά του σημερινού πολιτευματος θα εστιάζαμε σε τρία σημεία: 
  1. Στην καθολική ψήφο 
  2. Στην διάκριση των εξουσιών 
  3. Στα ατομικά δικαιώματα 
Δυστυχώς κανένα από τα τρία αυτά χαρακτηριστικά δεν υφίσταται στην πραγματικότητα.
 


Η καθολική ψήφος για την εκλογή αντιπροσώπων εκθειάζεται από τους εξουσιαστές ως η απόλυτα δημοκρατική διαδικασία. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο όρος “καθολική” δεν είναι σωστός. Αρχικά δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα προσέλευσης στην κάλπη (άρρωστοι, ηλικιωμένοι κλπ), κάποιοι επίσης έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, ή μέχρι πρότινος δεν ήταν άντρες. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά σε βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα το 1956, παρόλο που ήδη από το Σύνταγμα του 1864 τους αναγνωριζόταν η ιδιότητα του πολίτη. Επιπλέον θα πρέπει να αφαιρεθούν οι απέχοντες, τα λευκά και τα άκυρα. Αν συνυπολογίσουμε και τους μετανάστες που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου τότε καταλήγουμε τελικά σε ένα ποσοστό του πληθυσμού, από το οποίο θα oρισθεί η κυβερνητική πλειοψηφία, που μόνο κοντά στο “καθολικό” δεν θα χαρακτηριζόταν. Παράλληλα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το εκλογικό σύστημα, η κατανομή δηλαδή ψήφων και εδρών, το οποίο αλλάζουν οι κυβερνήσεις κατά το δοκούν. Ας προχωρήσουμε τώρα σε μια κριτική της ψήφου. 

Κατά τον Αριστοτέλη η εκλογή αντιπροσώπων είναι χαρακτηριστικό των ολιγαρχικών καθεστώτων, ενώ η κλήρωση το κατ’ εξοχήν δημοκρατικό. Και έχει δίκιο, διότι η ψήφος είναι η άνευ όρων παράδοση της εξουσίας στα χέρια ορισμένων ατόμων. Μετα την εκλογή τους, αυτοί είναι πραγματικοί κυρίαρχοι της εξουσίας, αυτοί κυβερνούν. Εφόσον όμως υπάρχουν κυρίαρχοι, υπάρχουν και κυριαρχούμενοι, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ο ίδιος ο λαός. Αναπόφευκτα, οι νόμοι, οι θεσμοί, όλη η κοινωνία εν γένει καθορίζεται από τις αποφάσεις των ολίγων και οι κυβερνόμενοι υπακούν. Το πολιτικό φεύγει από τον έλεγχο του λαού και γίνεται υπόθεση των “αντιπροσώπων” του και της γραφειοκρατίας που ακολουθεί τον κρατικό μηχανισμό. Ως πολιτικό εννοώ την αντίληψη του Καστοριάδη που το ορίζει ως τη διαδικασία θέσμισης της κοινωνίας. Η θέσμιση αυτή, μέσω της ψήφου, γίνεται αποκλειστική υπόθεση του κοινοβουλίου. Ο λαός απλά παρακολουθεί και κριτικάρει τις διάφορες αποφάσεις ανάλογα με τις πεποιθήσεις του. Ο Ρουσσώ παρατηρεί: “Υποστηρίζω ότι η κυριαρχία είναι η άσκηση της γενικής βουλήσεως, δεν μπορεί ποτέ να απαλλοτριωθεί, και ότι ο κυρίαρχος ως συλλογική οντότητα, δεν είναι δυνατό να αντιπροσωπευθεί παρά μονάχα από τον εαυτό του”. Επιπλέον: “η γενική βούληση δεν αντιπροσωπεύεται με κανένα τρόπο: υπάρχει είτε αυτή η ίδια ή κάτι άλλο, δεν υπάρχει μέσος όρος”. Και καταλήγει: “επειδή ο νόμος είναι η διακήρυξη της γενικής βουλήσεως, είναι σαφές ότι στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας ο λαός δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται”. Μέσω της ψήφου ο πολίτης δεν συμμετέχει πλέον στην θέσμιση της κοινωνίας, γίνεται θεατής απόφάσεων. Αυτή ακριβώς η ιδιότητα του πολίτη-θεατή, είναι που οδηγεί στην ιδιώτευση και στην απάθεια για τα πολιτικά πράγματα. Φυσικά αυτό είναι κάτι που αρέσει στους εξουσιαστές, και επιδιώκουν με κάθε τρόπο, γιατί τους δίνει τη δυνατότητα για ακόμα περισσότερη ασυδοσία και κατάχρηση εξουσίας. Άλλωστε και τα ίδια τα κόμματα είναι δομημένα ιεραρχικά και γραφειοκρατικά: υπάρχει η κεντρική επιτροπή του κόμματος, τα “εξέχοντα” στελέχη που καθορίζουν μια γραμμή και που τα λοιπά στελέχη ή τα απλά μέλη ακολουθούν. Οι δύο βασικοί θεσμοί του κοινοβουλευτισμού, το κόμμα και το κοινοβούλιο, είναι σαφώς ολιγαρχικοί και στη δομή και στην νοοτροπία τους. Στηρίζονται σε μια ιεραρχική εξουσία που ασκείται από την κορυφή προς τη βάση. 

Αλλά και η ιδέα της αντιπροσώπευσης από ένα βουλευτή είναι γελοία και αντιδημοκρατική. Ο βουλευτής δεν δεσμεύεται έναντι των ψηφοφόρων ότι θα τηρήσει αυτά που υποσχέθηκε, δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι βουλευτές για απάτη, παρόλα αυτά εμφανίζονται ως εντολοδόχοι του λαού. Η απάτη διώκεται στο αστικό δίκαιο, αλλά όχι στις σχέσεις εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων. Ούτως ή άλλως οι βουλευτές έχουν και βουλευτική ασυλία, παραπέμπονται στη δικαιοσύνη μόνο με ψήφισμα της βουλής, προκλητική επίδειξη της μη ισότητας απέναντι στο νόμο. 

Από εκεί και πέρα ξεκινά ο διαρκής αγώνας για τη συντήρηση ή την αρπαγή της εξουσίας. Τα κόμματα προβαίνουν σε συνεχείς βομβαρδισμούς ψεμμάτων, λαϊκισμού, θεατρινισμών στο κοινοβούλιο, που παρουσιάζονται αναλόγως μέσω της προπαγάνδας των ΜΜΕ. Ο λαός είναι μόνιμα εξαπατημένος και θα συνεχίσει να είναι για όσο απέχει από τη συμμετοχή στην εξουσία. Γι αυτό ο Αριστοτέλης αναφέρει την κλήρωσιν ως το κατ εξοχήν στοιχείο της δημοκρατίας: γιατί η πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα, ακόμα και στα ιερατικά - δεν υπάρχει ιερατείο στην αθηναϊκή δημοκρατία, είναι εφικτή για όλους. Δεν υπάρχουν επαγγελματίες δικαστές ή νομοθέτες, δεν υπάρχουν “ειδικοί” επί του πολιτικού. Οι Αθηναίοι ήταν πολίτες, το πολιτικό ήταν υπόθεση όλων των πολιτών. Ο Αριστοτέλης περιγράφει ως πολίτη αυτόν που συμμετέχει “κρίσεως και αρχής” («Πολίτης δι’ απλής ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής»). Σήμερα θα μας χαρακτήριζε ως υπηκόους, δεν συμμετέχουμε στην κρίση και την αρχή, αντίθετα έχουμε ξέχωρα - και πάνω από την κοινωνία - σώματα που το κάνουν για εμάς, τους βουλευτές και τους δικαστές. Στην αθηναϊκή δημοκρατία εκλογή γινόταν μόνο για αξιώματα που απαιτούσαν εξειδικευμένη γνώση (πχ οι 9 στρατηγοί, οι ταμίες) προκειμένου να αναδειχθούν οι “άριστοι”. Ακόμα και τότε όμως, οι άριστοι έδιναν λόγο ανά πάσα στιγμή για τις πράξεις τους στην εκκλησία του δήμου και ήταν άμεσα ανακλητοί κατά τη διάρκεια της ετήσιας θητείας τους. Το πολιτικό στην αθηναϊκή δημοκρατία δεν γίνεται να είναι υπόθεση των ειδικών, είναι υπόθεση των ίδιων των πολιτών, κάθε εξουσία πηγάζει από τον δήμον. “Έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω”, αυτή είναι η ρήση που ξεκινούν όλα τα νομοθετήματα. Η θέσμιση της κοινωνίας είναι δόξα (γνώμη) του Δήμου και όχι κάποιων καταρτησμένων. Η εξουσία ασκείται ισότιμα από όλους τους πολίτες, οι νόμοι είναι καρπός όλων των δοξών των πολιτών, ο λαός αυτοκυβερνάται. Όλοι οι θεσμοί διαμορφώνονται με βάση αυτή την αρχή. Η θέληση των πολιτών για δημοκρατία τους οδήγησε να δημιουργήσουν διαδικασίες που θα σταθούν ικανές να προασπίσουν το πολίτευμα. Ο οστρακισμός ήταν ακριβώς ένα τέτοιο μέτρο: σκοπός του ήταν να απομακρύνει από τη πόλη όποιον είχε αποκτήσει φήμη ή δύναμη στο δημόσιο βίο και μπορούσε να σφετερισθεί την εξουσία. Ο οστρακισμένος έπρεπε να εγκαταλείψει την πόλη για δέκα έτη, αλλά διατηρούσε την περιουσία του και τα πολιτικά του δικαιώματα, έτσι δεν υφίστατο την “ατιμία”. Οι Αθηναίοι είχαν αντιληφθεί ότι εξουσία διαφθείρει. Και ο ολιγαρχικός Αριστοτέλης συμφωνεί με αυτή την άποψη και αναφέρει ως πλεονέκτημα της δημοκρατίας το ότι οι πολλοί είναι πιο δύσκολο να διαφθαρούν από ότι οι ολίγοι. 

Στη σύγχρονη “δημοκρατία” πρωταγωνιστές στην μάχη της εξουσίας είναι τα κόμματα. Τα κόμματα έχουν ανάγκη από χρηματοδότηση. Τα περισσότερα έσοδα φυσικά δεν προέρχονται από τις εισφορές των μελών, αλλά από τους εκπροσώπους του κεφαλαίου (πολυεθνικές, τράπεζες, συντεχνίες) οι οποίοι, μέσω των “δωρεών” τους, τελικά είναι οι πραγματικοί εντολείς των κυβερνήσεων. Οι προεκλογικές καμπάνιες των κομμάτων από μόνες τους απαιτούν αστρονομικά ποσά, προκλητική σπατάλη για τη “μάχη” της εξουσίας. Και επειδή η ευρωστία των κομμάτων είναι εξόφθαλμη νομοθέτησαν και την αναίσχυντη χρηματοδότηση τους από τα χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού, σίγουρα μια καλή βοήθεια με πάγιο χαρακτήρα. Άλλωστε, ακόμα και σήμερα που η αφαίμαξη του λαού έχει φτάσει στο απροχώρητο, όλα τα κόμματα έχουν υποθηκεύσει τις μελλοντικές χορηγίες από τον κρατικό προϋπολογισμό προκειμένου να συνάψουν δάνεια με τις τράπεζες για άμεση χρηματοδότηση. Είναι φανερή η βρώμικη συμπαιγνία μεταξύ κεφαλαίου και κυβερνήσεων, μεταξύ χρηματοδοτών και των διαχειριστών του δημόσιου χρήματος. Επίσης παρατηρείται πολλές φορές το φαινόμενο της μεταπήδησης διαφόρων μεγαλοστελεχών επιχειρήσεων στην πολιτική (κυρίως στις ΗΠΑ). Οι πολιτικοί δεν υπηρετούν το λαό, δεν προέρχονται από το λαό (αλλά ακόμα και αν προέρχονται από το λαό η αναρρίχηση στην εξουσία σημαίνει και ταξική αναρρίχηση) αλλά τους χρηματοδότες τους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Ο λαός δεν έχει κανένα λόγο, απλά κριτικάρει και περιμένει να “μαυρίσει” την κυβέρνηση ορίζοντας μια άλλη. Φαύλος κύκλος. Παρόλα αυτά το Σύνταγμα αναγράφει ότι “θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία”. Αηδιαστική υποκρισία. 

Την προάσπιση της λαϊκής κυριαρχίας επικαλούνται επίσης με τη λεγόμενη διάκριση των εξουσιών. Σκοπός του θεσμού η αποφυγή συγκέντρωσης όλων των επιμέρους εξουσιών, (νομοθετικής, δικαστικής, εκτελεστικής) στα χέρια μιας μερίδας ατόμων. Είναι ειρωνικό ότι και οι ίδιοι οι θεσμοθέτες αντιλαμβάνονται ότι απόλυτη εξουσία σημαίνει και απόλυτη ασυδοσία, γι αυτό και προβάλλουν ασταμάτητα αυτό το προκάλυμα δημοκρατικότητας, δηλαδή την “αναχαίτηση της εξουσίας από την εξουσία” που έγραφε ο Μοντεσκιέ. Και είναι προκάλυμμα αδιαμφησβήτητα αφού διάκριση των εξουσιών στην πράξη δεν υφίσταται. Αρχικά το κυβερνών κόμμα έχει στην απόλυτη δικαιοδοσία του τη λήψη των αποφάσεων. Κυβερνά και νομοθετεί όπως επιθυμεί. Δεν θα μπορούσε όμως να θέσει σε εφαρμογή τις αποφάσεις του χωρίς τον κρατικό γραφειοκρατικό μηχανισμό (αρχηγοί σωμάτων ασφαλείας, μέλη ΔΣ ΔΕΚΟ, Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων, Προϊστάμενοι, Τμηματάρχες). Θα ήταν σωστότερο οπότε να εννοηθεί σαν κυβερνητική εξουσία το βουλευτικό σώμα (και κυρίως το κόμμα εξουσίας) και σαν εκτελεστική εξουσία οι γραφειοκράτες. Η κυβερνητική εξουσία όμως στελεχώνει την εκτελεστική. Όλες οι σημαντικές θέσεις δίνονται σε “κουμπάρους”, συμμάχους του κόμματος. Θεσπίζεται ο διορισμός. Ιδού ο σπόρος της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας που μολύνει και εξανδραποδίζει τους πολίτες. Γιατί ο διορισμός τελικά επεκτάθηκε σε όλο το φάσμα του δημόσιου τομέα, ένα μέτρο εξαγοράς ψήφων, εξασφάλισης τυφλών οπαδών και διχόνοιας των λαϊκών τάξεων. Αλλά και με την δικαστική εξουσία δεν υπάρχει καμία διαφορά. Οι πρόεδροι και οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, του ΣΤΕ και του Ελεγκτικού Συνέδριου επίσης διορίζονται. Η Δικαιοσύνη είναι υποχείριο των κυβερνήσεων. Να γιατί όσα σκάνδαλα και αν ξεσπάσουν η Δικαιοσύνη θα είναι τυφλή. 

Το θέμα των ατομικών δικαιωμάτων είναι σχετικά περίπλοκο. Κατ’ αρχήν γιατί ονομάζονται ατομικά και όχι συλλογικά; Εφόσον είναι ατομικά, αλλά ταυτόχρονα και καθολικά, τότε αναπόφευκτα είναι και συλλογικά. Παρόλα αυτά τα λέμε ατομικά, οπότε αναγκαζόμαστε να σκεφτούμε ότι δεν είναι συλλογικά γιατί απλούστατα δεν είναι καθολικά. Για παράδειγμα το δικαίωμα του εκλέγειν είναι εφικτό για αρκετούς - αναφέραμε τους λόγους - αλλά του εκλέγεσθαι ως επί των πλείστων είναι δυνατότητα μιας ελίτ οικογενειών, επιχειρηματικών συμφερόντων, γραφειοκρατών και συνδικαλιστών. Παρόμοιο το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας/αθεϊας. Επιτρέπεται να λατρεύεις όποιον Θεό θες, αλλά δεν θα βρεις άλλο λατρευτικό χώρο εκτός από Ορθόδοξους ναούς, το παιδί σου θα διδαχτεί υποχρεωτικά θρησκευτικά ή θα πάρει απαλλαγή και θα ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους μαθητές, το ιερατείο θα χρηματοδοτείται από τους φόρους σου και το σύνταγμα θα είναι αφιερωμένο “εις το όνομα της αγίας τριάδος”. Αλλά και η παιδεία έχει ως στόχο με βάση το Σύνταγμα την ανάπτυξη μεταξύ άλλων και της θρησκευτικής πίστης, δηλαδή της χριστιανικής. Κραυγαλέα απάτη αποτελεί επίσης η ισονομία. Οι βουλευτές φτιάχνουν τον Νόμο και ρυθμίζουν θεσμικά οτιδήποτε μπορεί να τους απειλήσει. Κατασκευάζουν αυθαίρετα διατάξεις περί ευθύνης υπουργών, καθορίζουν την αμοιβή τους, τη σύνταξη τους, τις παροχές τους, εξυπηρετούν συγκεκριμένα συντεχνιακά και οικονομικά συμφέροντα, διορίζουν δικαστές, κουκουλώνουν σκάνδαλα. Το βουλευτικό σώμα δεν παραπέμπει κανένα μέλος του στη Δικαιοσύνη, η Δικαιοσύνη δεν επεμβαίνει. Αλλά και η Αστυνομία συνεχίζει να εχει απεριόριστη εξουσία. Ο Πετρόπουλος θεωρεί τη Δικαιοσύνη ως δουλάρα της Αστυνομίας και αναφέρει: “Ο Νόμος παρέχει στον Εισαγγελέα δικτατορικές αρμοδιότητες, που μόνον μέσω της Αστυνομίας δύνανται να υλοποιηθούν. Ο Εισαγγελεύς επικοινωνεί με την Αστυνομία προφορικώς ή εγγράφως. Βέβαια, ο Εισαγγελεύς διατάσσει, αλλά η Αστυνομία εφαρμόζει τις διαταγές του όταν θέλει, όπου θέλει, όπως θέλει - αν τις εφαρμόσει”. Ο Μητσοτάκης το 91 δεν είχε κρατήσει ούτε τα προσχήματα και εξυψώνει τη μπατσαρία λέγοντας: “εσείς είσθε το Κράτος”. Αμέτρητα τα εγκλήματα της Αστυνομίας, αιώνιο σύμβολο καταπίεσης και υποδούλωσης. Τα ίδια και με την ιδιοκτησία: ο Νόμος σε προασπίζει αν την κατέχεις, δεν προχωρά όμως σε αξιολόγηση των κριτηρίων του τρόπου που κατανέμεται. Μνεία θα πρέπει να γίνει και για τις ελευθερίες του λόγου και του τύπου. Η ελευθερία του λόγου υφίσταται μόνο στο επίπεδο του ιδιωτικού (οικογένεια, φίλοι κλπ) ή του ιδιωτικού-δημόσιο βίου (κοινωνικές συναναστροφές, απόψεις μεταξύ συναδέλφων στην εργασία κλπ). Η έκφραση γνώμης όμως που έχει πραγματική βαρύτητα και που εκφράζεται στον δημόσιο βίο, είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των βουλευτών και της γραφειοκρατίας τους. Για παράδειγμα μπορώ σαν πολίτης να εκφράσω τις διαφωνίες μου για κάποιο νομοσχέδιο ή μια απόφαση αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι η άποψη μου έχει ουσιαστική βαρύτητα. Η ατομική διαφωνία/συμφωνία σε μια απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο της Κοινής Γνώμης, συνθήκη την οποία λαμβάνει υπόψη της η εξουσία μόνο αν προκαλεί το λεγόμενο “πολιτικό κόστος”, δηλαδή τον κίνδυνο απώλειας της εξουσίας. Κάπου εκεί όμως αναλαμβάνουν δράση τα διάφορα ΜΜΕ, που λειτουργούν ως υποστηρικτές συγκεκριμένων παρατάξεων. Πραγματική ουτοπία η αντικειμενική ενημέρωση, τα περισσότερα ΜΜΕ είναι φερέφωνα του κόμματος με το οποίο συντάσσονται και τελικά υπερασπιστές των συμφερόντων που εκπροσωπούν τα ίδια τα κόμματα. Οι απόψεις που θα ακουστούν είναι αυτές που θα επιτρέψουν τα ΜΜΕ να ακουστούν. Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά από τα δικαιώματα αυτά, όσο και αν τα εξαθλιώνει η εξουσία (όπως την παιδεία, την ασφάλιση και την υγεία), δεν αποτελούν φιλολαϊκές παροχές των κυβερνήσεων αλλά αποκτήματα αιματηρών αγώνων του προλεταριάτου (με συμμετοχή και του φοιτητικού κινήματος). Γι αυτό σήμερα παρατηρείται αυτή η χωρίς αντίδραση λεηλασία της κρατικής περιουσίας και η επίθεση στα χαμηλά εισοδήματα, λόγω (και) της απαξίωσης του εργατικού κινήματος.

Όλα τα χαρακτηριστικά του πολιτεύματος που ανέφερα δικαιολογούν απόλυτα τον  Καστοριάδη που το χαρακτήρισε ως φιλελεύθερη ολιγαρχία. Ολιγαρχία όμως που αναφέρεται συνεχώς ως δημοκρατία. Τελικά η έννοια της δημοκρατίας διαστρεβλώνεται και καταντά να είναι σύμβολο καταπίεσης. Χαρακτηριστική η παρακάτω γελοιογραφία. Ο δάσκαλος ρωτάει τι είναι δημοκρατία και η μαθήτρια απαντά πώς αντιλαμβάνεται τον όρο:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου