Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Γιώργος Κοτζιούλας: ένα ποίημα από τον πρωτεργάτη του θεάτρου του βουνού



Δημοσιεύουμε σήμερα  ένα από τα ανέκδοτα ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα της περιόδου 1928 - 1942. Ο Κοτζιούλας βασανίστηκε από τη φτώχεια και την αρρώστια και δεν έζησε πολύ. Πρόλαβε όμως να δώσει έργο σπάνιας ευαισθησίας και όχι μόνο ποιητικό. 'Ηταν επίσης δόκιμος μεταφραστής, αλλά και αγωνιστής της εθνικής αντίστασης, και στάθηκε πρωτεργάτης του θεάτρου του βουνού.

Το ποίημα βρήκαμε στη σελίδα της Σοφίας Κολοτούρου ενώ πληροφορίες αντλήσαμε από τη σελίδα του Νίκου Σαραντάκου. Θα επανέλθουμε με ανέκδοτα τμήματα του έργου του τα οποία μπορείτε να βρείτε στο blog της Σοφίας Κολοτούρου. Ευχαριστούμε τον Νίκο Γ. για την ενημέρωση!

kokkinostupos


Επανάσταση

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τ' ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θα 'βγουμε κι εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στ' απόμερα χωριά.


Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κι απ' τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μ' όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου του 'χατε χαλκά.


Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτ' αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.


Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξανε να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.


Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θα 'στε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούτσος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσ' ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.


Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Στα σχολειά και στις στρατώνες
κι απ' τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».


Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόταν απ' το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετ' ο καθένας, να φλομώνεται μ' αυτά.


Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Παίρνατ' άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απ? αυτές που το ?χουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.


Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζ' η εξουσία και γι' αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξ' ο καιρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου