Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Ο κομμουνισμός και η αριστοκρατική φιγούρα

Προτείνω λοιπόν να χαρακτηρίσουμε με τον όρο «κομμουνισμό» [...] την υπόθεση ύπαρξης ενός τόπου τής σκέψης όπου η ίδια η τυπική προϋπόθεση της φιλοσοφίας βρίσκει έρεισμα στην πραγματική προϋπόθεση τής ύπαρξης μιας δημοκρατικής πολιτικής η οποία θα αποκλίνει πλήρως από το υπαρκτό δημοκρατικό Κράτος. [...] Ο «κομμουνισμός» αποτελεί εκείνη την υποκειμενική κατάσταση όπου, κατά κάποιο τρόπο, θα είναι αδύνατη η διάκριση μεταξύ τής απελευθερωτικής προοπτικής τής συλλογικής δράσης και των πρωτοκόλλων σκέψης που απαιτούνται από την φιλοσοφία.
Θα αναγνωρίσετε φυσικά εδώ μια κάποια πλατωνική επιθυμία, η οποία όμως στο πλατωνικό κείμενο αφορούσε μόνο την αριστοκρατία των φυλάκων, ενώ εδώ διευρύνεται, ώστε να περιλάβει, στο σύνολό της, την λαϊκή συλλογικότητα. [...]
Όπως γνωρίζετε, η θεμελιώδης πλατωνική διαίσθηση όσον αφορά το σημείο αυτό δεν προχωράει πέρα από την πρόταση να ανατεθεί η διαχείριση των κρατικών υποθέσεων σε μια αριστοκρατική κάστα φιλοσόφων που θα ζουν ενάρετο και εγκρατή βίο, έναν βίο κομουνιστικής ισότητας, ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί (χρησιμοποιώντας μια μεταφορά δανεισμένη από τον Αϊνστάιν) και ως «περιορισμένος κομμουνισμός». Το ζήτημα για μας είναι να περάσουμε από τη φιλοσοφία σ’ έναν γενικευμένο κομμουνισμό.


Η έξοδος είναι υπόθεση όλων μας. Η προσταγή «Βγείτε όλοι έξω!» αποτελεί τη θεμελιώδη μεταπολιτική φόρμουλα. Τι θα συμβεί, λοιπόν, «αν μια μειοψηφική αριστοκρατία κατάφερνε μόνη της να ανέβει στην κορφή και να απολαύσει εκεί την Ιδέα τού Αληθινού»;

Ο Πλάτωνας είναι κατηγορηματικός: αυτή η αριστοκρατική μειοψηφία οφείλει να κατέβει ξανά στο σπήλαιο. Δεν προσδιορίζει τι είδους παιδεία θα πρέπει να έχουν λάβει, ώστε να προτιμήσουν την κάθοδο. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οφείλουν να επωμισθούν την καθολική τους ευθύνη, χωρίς να σκοτίζονται για τη «νίκη» ή την «ανταμοιβή» μιας «ιδιαίτερης ομάδας ανθρώπων». Πρέπει, εξάλλου, να αλλάξουμε την ίδια την έννοια τής «νίκης»: η νίκη συνιστά αναπόφευκτα καθολική νίκη, δεν θα μπορούσε να χρεωθεί σε μια «φωτισμένη πρωτοπορία». Η παιδεία των μελών τής τελευταίας θα πρέπει πάντως να στηρίζεται στα εξής τρία σημεία: α) πρέπει πρώτα να εγκαταλείψουν το «σπήλαιο»· β) στη συνέχεια, να κατέβουν ξανά και να μοιραστούν τα πάντα· και, γ) οφείλουν να εξασφαλίσουν περισσότερες εξόδους. Αναφορικά με το τελευταίο σημείο, χρειάζεται να πασχίσουν για την υλοποίηση τού πρώτου τύπου ρήξεων, αλλά επίσης και ρήξεων τού δεύτερου τύπου, γιατί το μοιραίο λάθος για τους επαναστάτες θα ήταν να μετατραπούν σε μια νέα αριστοκρατία τής αριστεράς.
Alain Badiou, "Για σήμερα, Πλάτωνας!" 20/5/2009


Και, ομοίως, όταν ο Πλάτωνας περιγράφει τον άνθρωπο τής εποχής του ως κάποιον που «σήμερα παραδίνεται στη μέθη και τη διασκέδαση μετά μουσικής, αύριο στην υδροποσία και στην αυστηρότερη δίαιτα, άλλοτε επιδίνεται στις ασκήσεις, άλλοτε στην αργία και στην αδιαφορία για όλα, και κάποτε ρίχνεται τάχα και στη φιλοσοφία», η κριτική του κατά τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας εστιαζόταν στο στοιχείο αυτό τής εξωτερικότητας — ανεξαρτήτως τού αν η συντηρητική άποψη που εξέφραζε εκπορευόταν από την ταξική θέση τού αριστοκράτη, πράγμα που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μας είναι παντελώς αδιάφορο. Αυτό που ο Πλάτωνας ήθελε να περισώσει στη σύγχρονή του Αθήνα, που εξερχόταν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο — μην ξεγελιέστε όμως, και εμείς επίσης βιώνουμε μια εποχή τέλους, βρισκόμαστε και εμείς σε μια κατάσταση λυκόφωτος — ήταν η Ιδέα, η σκέψη.
Alain Badiou, "Για σήμερα, Πλάτωνας!" 18/11/2009
Εάν επιθυμούμε την απεμπλοκή μας από το κυρίαρχο δημοκρατικό έμβλημα, τότε το εγχείρημά μας θα έχει αναγκαστικά χαρακτήρα αριστοκρατικό. Θα προσέθετα, μάλιστα, πως ο απαιτούμενος προς τούτο νοητικός προσανατολισμός θα χαρακτηρίζεται από ένα οξύμωρο σχήμα. Θα πρόκειται δηλαδή για έναν «προλεταριακό αριστοκρατισμό», όπου ο όρος «αριστοκρατισμός» παραπέμπει στη διαπίστωση ότι φορείς των αληθειών ή των εξαιρέσεων είναι ουσιαστικά οι μειοψηφίες (και, ως προς τούτο, οι απόψεις μου συγκλίνουν με εκείνες των Ντελέζ και Γκαταρί), ενώ ο επιθετικός προσδιορισμός «προλεταριακός» στο ότι η ουσία των εν λόγω εξαιρέσεων εντοπίζεται στην παραγωγή έργου και ότι το παραγόμενο αυτό έργο έχει καθολικό προορισμό.
Alain Badiou, "Το Μπαλκόνι"




Μια απ' τις διαστάσεις της πολιτικής σκέψης του Μπαντιού που σπάνια συζητιέται συμβαίνει επίσης να είναι και μια απ' τις πιο αμφιλεγόμενες:  πρόκειται για την ενσυνείδητα "οξύμωρη" --όπως το θέτει το τελευταίο απ' τα πιο πάνω αποσπάσματα-- σύλληψη ενός "προλεταριακού αριστοκρατισμού", ταυτόχρονα συμφιλιωμένου με την ιδέα της μειοψηφικότητας και εξαιρετικότητας της φύσης των φορέων μιας αλήθειας, και προσανατολισμένου ενεργά όχι στην ζυλότυπα σοφή απόσυρση --στη ζωή, με Πλατωνικούς όρους, έξω απ' το σπήλαιο-- αλλά στην εμπλοκή με την πάλη για μια καθολικοποίηση της όποιας αλήθειας, για την απεύθυνσή της σε όλους ανεξαιρέτως, οικουμενικά. 

Η ιδέα αυτή επιστρέφει συχνά στο έργο του Μπαντιού, όπως δείχνουν και τα πιο πάνω αποσπάσματα· αν θυμάμαι καλά είναι εκεί και στο Κομμουνιστική Υπόθεση. Εκτός όμως κι αν μού έχει διαφύγει απ' τις ως τώρα αναφορές του φιλοσόφου, περιέχει και μια διάσταση αλληλένδετη μεν, όχι ρητά εκφρασμένη δε, στις ως τώρα αναφορές του σ' αυτή. Ως οξύμωρη σύνδεση δύο ακραίων μορφών, δύο αντίθετων πόλων του ταξικού φάσματος (του αριστοκράτη και του προλετάριου), είναι επίσης μια ιδέα για την διπλή παράκαμψη της αστικής ιδεολογίας, της αστικής αντίληψης, της αστικής "μέσης οδού". Ο "προλεταριακός αριστοκρατισμός" είναι η διπλή άρνηση, στο επίπεδο της υποκειμενικής πολιτικής, του "δημοκρατικού αστισμού." Αυτό δηλώνεται οπωσδήποτε, έστω με έμμεσο τρόπο, στην ιδέα του Μπαντιού ότι είναι η αριστοκρατική οπτική που επιτρέπει στον Πλάτωνα μια οξυδερκή και βαθυστόχαστη κριτική στο δημοκρατικό πολίτευμα ως πολίτευμα, σε τελική ανάλυση, της απόλυτης εξουσίας του χρήματος σε βάρος της αλήθειας. Ο αριστοκράτης και ο προλετάριος είναι οι δύο πλευρές μιας πολιτικά σωτήριας αδιαφορίας για το χρήμα --αδιαφορίας λόγω συναίσθησης της κατωτερότητας του φιλοχρήματου αστού και αδιαφορίας λόγω μόνιμης στέρησης απ' το χρήμα και ανάπτυξης ενός εντελώς διαφορετικού συστήματος αυτο-επικύρωσης, επικεντρωμένου στο σώμα και τα πάθη του-- που προσπερνά ή παρακάμπτει κάθε αστικοδημοκρατικό επικαθορισμό και παραμένει ασυγκίνητος από το συναφές ήθος, περιλαμβανομένης της εμμονής με τον (εκ των προτέρων στημένο) "διάλογο", το αστικοδημοκρατικό εκείνο φετίχ με το οποίο ασχοληθήκαμε επισταμένα στο παρελθόν.

Μα με τι μοιάζει αυτός ο "προλεταριακός αριστοκρατισμός"; Τι άλλο είναι εκτός από μια αφαίρεση στο μυαλό ενός φιλοσόφου με πολύ χρόνο στα χέρια του; Υπάρχει τέτοιο πράγμα, μπορεί καν να υπάρξει; Στην εισαγωγή του στο ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία του Μαρξ, ο Ένγκελς έθεσε και απάντησε με διάσημο τρόπο το ερώτημα που έκαιγε την αστική τάξη της εποχής του: "Τελευταία, ο σοσιαλδημοκράτης φιλισταίος έχει ξαναγεμίσει τρόμο απέναντι στις λέξεις: δικτατορία του προλεταριάτου. Ε, καλά, κύριοι, θέλετε να ξέρετε με τι μοιάζει αυτή η δικτατορία; Κοιτάξτε την παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου." Με παρόμοιο τρόπο, μπαίνω στον πειρασμό να πω: "Κοιτάξτε τον Νικόλα Άσιμο, και αν δεν τον θυμάστε ή παραείναι αφηρημένη η επίκληση στη μνήμη του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς ενός αληθινού αντιεξουσιαστή, κοιτάξτε τον κύριο Ντίνο Χριστιανόπουλο, ομοφυλόφιλο ποιητή, γιο θεόφτωχων προσφύγων, και συγγραφέα της εξαίσια εξισωτικής φράσης "δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο 'υπείροχον έμμεναι άλλων', που μας άφησαν οι αρχαίοι":



Όλα όσα ο αστικός πολιτισμός καταδικάζει, με φουσκωμένα από οργή μάγουλα, ως "σνομπ αριστοκρατισμό" είναι εδώ: απαξία του συνομιλητή, ανελέητη ειρωνεία, περιφρόνηση για την "κοινή γνώμη", για την διαδικασία του "διαλόγου" όπως αυτή καθορίζεται και πλαισιώνεται από την ακατάσχετη φλυαρία των ΜΜΕ, διαρκής εμμονή στην απόσταση από τον άλλο, στο χάσμα --"χάος" το λέει ο Χριστιανόπουλος-- που χωρίζει μία φωνή από μια άλλη, έναν κόσμο από έναν άλλο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το σοκ που προκάλεσε η συνέντευξη οφείλεται, εν συνόψει, στο ότι σε μια περίοδο που η "λαϊκοκεντρική" ρητορική, η δήθεν ταύτιση με την οπτική του "λαού" έχει γίνει το ψωμοτύρι των Αλαφούζων, εμφανίζεται κάποιος ο οποίος δηλώνει, με κάθε δυνατό τρόπο, ότι αυτός είναι αριστοκράτης, ότι αδιαφορεί επιδεικτικά για τις μέριμνες και τις ενασχολήσεις αυτού που η κα Τσαπανίδου εμφανίζει ως "λαϊκά προβλήματα" και "κοινή γνώμη."

Αλλά βέβαια αυτή είναι μόνο η μισή εικόνα -- και επειδή είναι μόνο η μισή, είναι επίσης στρεβλή. Ο Χριστιανόπουλος, ο οποίος ξεκαθαρίζει ότι ο λόγος για τον οποίο καταδέχεται καν να μιλήσει στη δημοσιογράφο δεν είναι η δική της αξία αλλά η σημασία που έχουν "κάποιοι",
δεν είναι κάποιος ο οποίος επιδιώκει να ξεχωρίσει από τον "λαό"· είναι κάποιος ο οποίος επιδιώκει να καταστρέψει την θεσμοποιημένη και εξουσιαστική αναπαράσταση του "λαού" ως ταλαίπωρου κακομοίρη, είναι κάποιος ο οποίος επιστρέφει συμβολικά στον λαό, στη φιγούρα του φτωχού και του προλετάριου, την αξιοπρέπειά του, και συνεπώς, την ανωτερότητά του από την ασπόνδυλη χυδαιότητα της αστικής ψευδοκουλτούρας της "ευσυγκίνητης" κας Τσαπανίδου.

Η δεδηλωμένη αδιαφορία του για το κουκλοθέατρο του αστικοκοινοβουλευτισμού ("έχω μαύρα μεσάνυχτα") είναι το
εντελώς αντίθετο της "αποπολιτικοποίησης". Το να μιλάς για τον διορισμένο απ' τις Βρυξέλλες "πρωθυπουργό" ως "έναν τραπεζικό, δεν ξέρω πώς τον λένε" ή το να λες ότι έχεις άγνοια από την "υψηλή οικονομική πολιτική" είναι, φυσικά, εξόχως --και έξοχα-- πολιτική πράξη, πολύ πολιτικότερη απ' το να υποκρίνεσαι πως σε αφορά η καρικατούρα δημοκρατίας σε μια χώρα που ζει και αναπνέει υπό την δικτατορία της αγοράς. Κι έπειτα, πώς να μην καταγράψεις την ανατίναξη της υποκρισίας των ΜΜΕ και της ψευδεπίγραφης "γνώσης" που δήθεν μοιράζονται με το "κοινό" τους ("εσείς ξέρετε και παραξέρετε...είστε άλλος κόσμος"). Ή τέλος, την κρίσιμη υπενθύμιση, από την μία πλευρά, της φυσικής φτώχειας, τη μη περιφρόνηση στη συγκεκριμένη υλική υπόσταση της ζωής ("παίρνω σύνταξη από το ΙΚΑ 590 ευρώ το μήνα"), και από την άλλη, τη θεσπέσια χολερική ειρωνεία προς την αναγωγή της πολιτικής σε ανώτατη μπακαλική, καθώς και στον ανέξοδο και προκατασκευασμένο οικονομικό "προβληματισμό" του αστού για τις "ευπαθείς τάξεις": "Αν οι [sic] 590 ήταν κατά 100 ευρώ επιπλέον, δηλαδή ήταν 690, εγώ θα μπορούσα να ζήσω μια χαρά [!!!!] Τώρα δυστυχώς, σφίγγω του ζουνάρι και είμαι επίσης μια χαρά. Αλλά σφίγγω το ζουνάρι."

"Είμαι φτωχός, και θα μπορούσα να είμαι κάπως, ελάχιστα πιο φτωχός, αλλά αυτό δεν έχει καμία ιδιαίτερη σημασία για σας, γιατί δεν ενδιαφέρεστε στο ελάχιστο για μένα, αλλά ούτε και για μένα, γιατί γνωρίζω πολύ καλά πως ζω την κοροϊδία υμών και των αφεντικών σας, είτε με 590 είτε με 690 ευρώ το μήνα." Αυτό λέει ο "προλεταριακός αριστοκράτης" Χριστιανόπουλος στην άτυχη και "ευσυγκίνητη" παρουσιάστρια· και λέγοντάς το, συγκεκριμενοποιεί και τους "κάποιους" για τους οποίους μιλά, για τους οποίους καταδέχτηκε καν να μιλήσει στην τηλεοπτική γλάστρα: δεν είναι άλλοι από τους άλλους φτωχούς, στους οποίους δεν μπορεί να δώσει ο ίδιος κάτι άλλο από ένα κομμάτι απ' την ποδοπατημένη τους αξιοπρέπεια, φτύνοντας στα μούτρα το γελοίο πρόσωπο της "κοινωνίας" που "νοιάζεται" και "συζητά" για αξίες και ανθρώπους και συναισθήματα.


Ο Χριστιανόπουλος βέβαια δεν είναι κομμουνιστής· δεν είναι καν μια πολιτικά στρατευμένη φιγούρα· αλλά δεν είναι, επίσης, μια φιγούρα του εχθρού του προλετάριου, δεν είναι αυτό το οποίο ο προλετάριος έχει κανένα λόγο να σιχαίνεται και να αποστρέφεται στη σημερινή κοινωνία. Είναι, σαν μια από τις ενσαρκώσεις του "προλεταριακού αριστοκρατισμού", ένας σύμμαχος, κάποιος που ως κομμουνιστές σεβόμαστε όπως μπορούμε πια να σεβαστούμε ελάχιστους από το σήπον σύστημα της "ελληνικής διανόησης" -- δειλών, άβουλων και εξαγορασμένων υποχείριων του χρήματος. Αυτή την περήφανη και κατ' ουσίαν αντιεξουσιαστική μοναξιά (τη μοναξιά, επίσης, του Άσιμου), αυτή την περιφρόνηση στην ενσωμάτωση στο ψεύδος της "κοινωνίας" όπως υφίσταται σήμερα, ούτε την περιφρονούμε ούτε την υποτιμούμε. Αντιθέτως, την τιμούμε με χαρά και ταπεινότητα, ακόμα και αν αρνείται να στρατοπεδεύσει μαζί μας ή να πολεμήσει με τα δικά μας όπλα, ακόμα κι αν δεν επιθυμεί να ταυτιστεί με τη δική μας εμπλοκή στο κολαστήριο της σπηλιάς όπου ζουν οι φτωχοί.

1 σχόλιο:

  1. Δεν είναι τόσο απλό. Ο Χριστιανόπουλος επειδή αρνήθηκε το τηλεοπτικό σύστημα αγαπήθηκε από μέρος του κοινού που ούτε ταν είχε ακουστά πιο πριν. Αν αρνούνταν το σύστημα, θα ζούσε στο συλλογικό βίο και θα έγραφε με αφορμή αυτόν. Δε θα έμενε ερωτικός. Ουσιαστικά η ειρωνεία και η άρνησή του για την πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο από την αποϊδεολογικοποίηση του μεταμοντέρνου. Εκφράζει τη θέση όλοι είναι ίδιοι (πολιτικοί και δημοσιογράφοι). Δεν αντιπροτείνει όπως θα έκανε ο ποιητής που ζει στο συλλογικό βίο, δεν εκθέτει ένα όραμα, αλλά μόνο μία άρνηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή