Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Σημειώσεις για την ιστορία των φασιστικών κινήσεων στην Ελλάδα (μέρος 3ο)

 Η δικτατορία της 21ης Απριλίου


Η συζήτηση για τον χαρακτήρα του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 συνεχίζεται και για δεκαετίες μετά. Το ερώτημα είναι, όπως στην περίπτωση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, αν η δικτατορία ήταν ή όχι φασιστική.
Υποστηρίζω πως και αυτό το καθεστώς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί φασιστικό. Βρίσκεται μάλιστα σε απόσταση ακόμα και από εκδηλώσεις και χαρακτηριστικά της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου που είχαν αντιγραφεί από τα φασιστικά καθεστώτα της εποχής του Μεσοπολέμου.

Η στρατιωτική δικτατορία επιβλήθηκε και διατηρήθηκε επί μια επταετία χωρίς τη στήριξη κανενός μαζικού λαϊκού αντεπαναστατικού κινήματος. Σε πλήρη αντίθεση με τον φασισμό, που στηρίζεται στην κινητοποίηση λαϊκών μαζών, το απριλιανό καθεστώς απέφυγε οποιαδήποτε προσπάθεια για κάτι τέτοιο.

Το πραξικόπημα υπήρξε έργο της «μικρής Χούντας» των συνταγματαρχών, που πρόλαβε ανάλογη ενέργεια της «μεγάλης Χούντας» των στρατηγών, η οποία διατηρούσε σχέσεις με τον Θρόνο, αλλά και με κορυφαίους παράγοντες της Δεξιάς. Τόσο η Χούντα των συνταγματαρχών όσο κι αυτή των στρατηγών, συνέχεια και οι δυο της αντικομμουνιστικής οργάνωσης ΙΔΕΑ που δρούσε στις γραμμές του στρατεύματος ήδη από τη δεκαετία του ’40, σχεδίαζαν από χρόνια την εκτροπή από το κοινοβουλευτικό καθεστώς, που ως ενδεχόμενο απασχολούσε τις συντηρητικές δυνάμεις της χώρας, χωρίς να αφήνει αδιάφορο και τον αμερικανικό παράγοντα. Η επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης άρχισε να συζητιέται επίμονα μετά το 1965, ενώ ανάλογες σκέψεις υπήρχαν και από πολύ παλιότερα. Τον Μάιο 1951, μάλιστα, είχε αποτραπεί πραξικόπημα δεξιών στρατιωτικών, που μετά από προσωρινή απομάκρυνση από τον στρατό η κυβέρνηση Παπάγου τούς επανέφερε σε κορυφαίες και καίριες θέσεις.

Καθώς τα αποτελέσματα του βασιλικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1965, με τον εξαναγκασμό σε παραίτηση της νόμιμης εκλεγμένης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, που προκάλεσε την έκρηξη του μεγάλου λαϊκού δημοκρατικού κινήματος των Ιουλιανών, ήταν βέβαιο πως θα ανατρέπονταν με τις εκλογές της 28ης Μαΐου 1967, η εκτροπή ήταν η μόνη λύση προς την οποία προσανατολίζονταν οι συντηρητικοί κύκλοι, μέσα και έξω από την Ελλάδα. Είναι γνωστή, πλέον, η σχετική αλληλογραφία του αυτοεξόριστου στο Παρίσι Κωνσταντίνου Καραμανλή με σημαίνοντα στελέχη της παράταξής του, όπως ο Παναγής Παπαληγούρας, ο Γεώργιος Ράλλης κ.ά.



Όργανο της εκτροπής θα ήταν η Χούντα των στρατηγών, που απολάμβανε της εμπιστοσύνης του βασιλιά. Το σχέδιο απέβλεπε στη ματαίωση των εκλογών, στις οποίες ήταν βέβαιη η νίκη των δυνάμεων του Κέντρου και της Αριστεράς. Η αναμενόμενη κυριαρχία τής υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου αριστερής πτέρυγας στην Ένωση Κέντρου, με τις εκφρασμένες αντιβασιλικές και αντινατοϊκές θέσεις, προκαλούσε εύλογη ανησυχία ως προς την τύχη του Κράτους της Δεξιάς που είχε οικοδομηθεί πάνω στην ήττα του λαϊκού κινήματος κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο.

Στόχος της στρατιωτικής παρέμβασης ήταν η λίγο-πολύ προσωρινή άσκηση της εξουσίας χωρίς συνταγματικούς περιορισμούς και η επιστροφή σε ένα καθεστώς βασιλευόμενης δημοκρατίας, ακόμα πιο ελεγχόμενης, με τη θεσμοθέτηση των αντιδημοκρατικών πρακτικών που κυριάρχησαν, ούτως ή άλλως, στα χρόνια της παντοδυναμίας της Δεξιάς. Στο πλαίσιο αυτό εντασσόταν και η περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ, καθώς και η προώθηση νατοϊκής λύσης του Κυπριακού, ακόμα και με τη μορφή της διχοτόμησης του νησιού. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε καμιά πρόθεση εγκαθίδρυσης φασιστικού καθεστώτος.

Η Χούντα των συνταγματαρχών πρόλαβε να επιβάλει τη δική της δικτατορία, που οι στόχοι της δεν διέφεραν απ’ αυτούς της Χούντας των στρατηγών. Ούτε κι αυτή είχε πρόθεση την εγκαθίδρυση φασιστικού καθεστώτος. Κι αυτό φαίνεται τόσο από τις διακηρύξεις της και τον ιδεολογικό της λόγο όσο και από την πολιτική της πρακτική.


Η κατάλυση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος δεν σήμαινε και άρνησή του. Η επιδίωξή της Χούντας να διαμορφώσει όρους επανόδου στο κοινοβουλευτικό καθεστώς, με θεσμοποιημένους περιορισμούς δημοκρατικών ελευθεριών, φαίνεται και από το Σύνταγμα της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας του 1968 και απ’ αυτό της Προεδρικής Δημοκρατίας του 1973, όταν μάλιστα ξεκίνησε και η διαδικασία φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δυο ενσωμάτωναν τις προτάσεις συνταγματικής αναθεώρησης σε συντηρητική κατεύθυνση, που είχε υποβάλλει ήδη από το 1963 ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής.

Ο ιδεολογικός λόγος της Χούντας ήταν αυτός της εθνικόφρονος μετεμφυλιακής Δεξιάς και θεμελιωνόταν στην πρόταξη των ελληνο-χριστιανικών ιδεωδών, με το περιβόητο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου. Για τους ιδεολογικούς εκφραστές του καθεστώτος, η «Επανάστασις της 21ης Απριλίου» αποσκοπούσε στην αναγέννηση του έθνους, με την πάταξη της φαυλοκρατίας, του κομμουνισμού και της «ασυδοσίας του πεζοδρομίου», όπως χαρακτήριζαν τις αγωνιστικές εκδηλώσεις του λαϊκού κινήματος.

Σε αντίθεση με τα μεσοπολεμικά φασιστικά καθεστώτα, αλλά και τη μεταξική δικτατορία, η Χούντα διακήρυττε την προσήλωσή της στη δημοκρατία, αλλά σε μια δημοκρατία στην υπηρεσία του έθνους. Εγγυητής των ιδανικών του και της ιστορικής του συνέχειας ήταν το κράτος και ο  υγιέστερος βραχίονάς του, ο στρατός. Εχθρός της δημοκρατίας ήταν ο ολοκληρωτισμός, που εκφραζόταν από το δίπολο «φασισμός-κομμουνισμός». Καθώς, όμως, ο φασισμός εμφανιζόταν σαν απειλή του παρελθόντος, πραγματικός εχθρός ήταν πια αποκλειστικά ο κομμουνισμός, που επιπλέον απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού έθνους, λόγω της γειτνίασης της Ελλάδας με χώρες που μέσω του κομμουνισμού προωθούσαν την πανσλαβική επέκταση.

Η αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, που ως αιχμή του δόρατος είχε τους εγχώριους «πράκτορες της Μόσχας», ήταν που επέβαλε και την παρέμβαση του στρατού στις 21 Απριλίου 1967, στην προοπτική αποκατάστασης ενός καθεστώτος δημοκρατικού μεν, αλλά υπό έλεγχο, ώστε να μη δίνεται η δυνατότητα εκμετάλλευσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων για την ανάπτυξη της αντεθνικής δράσης των κομμουνιστών.

Ο εθνικιστικός λόγος της δικτατορίας δεν διέφερε απ’ αυτόν των κομμάτων και κυβερνήσεων της μεταπολεμικής Δεξιάς. Οι αναφορές στα ιστορικά πεπρωμένα του τρισχιλιετούς έθνους των Ελλήνων, το οποίο είχε αναλάβει πανανθρώπινη εκπολιτιστική αποστολή,  δεν εκτρεπόταν σε ρατσιστικές διακηρύξεις και επεκτατικές αξιώσεις. Επί Χούντας αναπτύχθηκαν σχέσεις με σειρά χωρών της Αφρικής, εκείνα τα χρόνια ήρθαν στην Ελλάδα οι πρώτοι Ασιάτες και Αφρικανοί μετανάστες (για την αναπλήρωση κενών που είχε δημιουργήσει η μεταναστευτική αιμορραγία, η οποία συνεχιζόταν αμείωτη, λόγω της τεράστιας διαφοράς των ελληνικών μισθών με αυτούς χωρών όπως η Δυτική Γερμανία κ.ά.), ενώ οι ρητορείες περί Βορείου Ηπείρου δεν αποτελούσαν πρωτοτυπία, καθώς αποτελούσαν προπαγανδιστικό μοτίβο και του προηγούμενου καθεστώτος.

Η πολιτική της Χούντας στο Κυπριακό και στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις είχε σαφή νατοϊκή σφραγίδα. Τους όποιους παλικαρισμούς διαδέχονταν υποχωρήσεις, κάποιες απ’ αυτές όχι λιγότερο μοιραίες απ’ όσο οι εθνικιστικές τυχοδιωκτικές εξάρσεις. Μέχρι και για Ελληνο-τουρκική Ομοσπονδία έκανε λόγο ο Παπαδόπουλος, όταν, μετά τη δυναμική απάντηση της Τουρκίας στις ελληνικές επιθέσεις ενάντια σε τουρκοκυπριακά χωριά τον Νοέμβριο 1967, υποχρεώθηκε να αποσύρει την ελλαδική μεραρχία από το νησί.


Όπως είναι ευνόητο, η εγκαθίδρυση της δικτατορίας χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τους φασίστες, που είδαμε ότι δεν αντιπροσώπευαν παρά  τμήμα της άκρας Δεξιάς, περιθωριακό ως προς την κοινωνία. Αν και το Κόμμα 4ης Αυγούστου υποχρεώθηκε τυπικά να διαλυθεί, ουσιαστικά συνέχισε να λειτουργεί, ως συσπείρωση γύρω από τη δεκαπενθήμερη και ενίοτε μηνιαία εφημερίδα «4η Αυγούστου». Στελέχη του, όπως ο ίδιος ο αρχηγός του Κ. Πλεύρης, ανέλαβαν θέσεις, κυρίως στον προπαγανδιστικό μηχανισμό του καθεστώτος, ενώ μαζί τους συνδέονταν και στελέχη της Χούντας και των κυβερνήσεών της, όπως ο Ιωάννης Λαδάς, ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης κ.ά.

Η κριτική που ασκούσε η «4η Αυγούστου» στο καθεστώς είναι χαρακτηριστική, καθώς οι φασίστες δεν ικανοποιούνταν με τις «δημοκρατικές» του διακηρύξεις, ενώ εξέφραζαν και τη δυσαρέσκειά τους από την «ενδοτική» πολιτική στο Κυπριακό.

Κάποιοι από τους φασίστες διορίστηκαν και στις διοικήσεις αθλητικών, φοιτητικών κ.ά. συλλόγων, όπου χάνονταν μέσα στο πλήθος των άλλων ακροδεξιών. Όσο και να παραξενεύει, δεν ήταν εύκολο, ούτε καν στην περίοδο της δικτατορίας, να εμφανίζεται κάποιος απροκάλυπτα ως υποστηρικτής του φασισμού.  Ακόμα και οι προπαγανδιστικές κινηματογραφικές ταινίες που προωθούσε η Χούντα αντλούσαν τα θέματά τους από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και  διαστρεβλώνοντας ασύστολα την ιστορική αλήθεια, εμφανίζοντας τους Έλληνες αξιωματικούς, σε στενή πάντα συνεργασία με τους Άγγλους συμμάχους, να πρωτοστατούν στην Αντίσταση, ήταν σαφές πως ο εχθρός ήταν οι φασίστες κατακτητές. Ενίοτε και οι κομμουνιστές, όταν επρόκειτο για τη Βόρεια Ελλάδα, όπου οι εθνικιστές πολεμούσαν τους Βούλγαρους!

Εκεί όπου η δραστηριότητα των φασιστών είχε αρχικά την πλήρη στήριξη του καθεστώτος, ήταν στην απόπειρα νεκρανάστασης του Σώματος Ελλήνων Αλκίμων, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Κ. Πλεύρης. Η απόπειρα αυτή, που στα 1970-72 φάνηκε προσωρινά να αποδίδει, τελικά απέτυχε παταγωδώς. Όχι μόνο λόγω της άρνησης της ελληνικής νεολαίας, στη συντριπτικά μεγάλη πλειονότητά της, να ενταχθεί σε μια φασιστικής έμπνευσης και στρατιωτικής δομής και λειτουργίας οργάνωση, αλλά και λόγω προβλημάτων που δημιουργήθηκαν μεταξύ των φασιστών καθοδηγητών των Αλκίμων και της κυβέρνησης.

Ο πολιτισμός αποτέλεσε ένα κρίσιμο πεδίο στο οποίο δοκιμάστηκε η προσπάθεια της Χούντας να διαμορφώσει έναν συνεκτικό και πειστικό λόγο. Η προσήλωση σε μια μυθοποιημένη «αγνότητα της ελληνικής επαρχίας», που εκφραζόταν με τη συστηματική προβολή του δημοτικού τραγουδιού, προσέκρουε στην παράλληλη προσπάθεια ενσωμάτωσης της νεολαιίστικης πολιτιστικής αμφισβήτησης. Τα τσάμικα του Παπαδόπουλου κονταροχτυπιούνταν με τα ακούσματα που πρόβαλε στη νεοσύστατη ελληνική τηλεόραση ο Νίκος Μαστοράκης, εκθειάζοντας τις ΗΠΑ «που μας μαθαίνουν να ακούμε μουσική».

Η Χούντα απέτυχε και σ’ αυτό το πεδίο, καθώς τόσο τα δημοτικά τραγούδια (κρητικά ριζίτικα κ.ά.) όσο και τα ροκ ακούσματα η νεολαία τα έστρεψε εναντίον της.
Πλησιάζοντας προς το 1973 και την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, το συνολικό ιδεολογικό κλίμα κάθε άλλο παρά ευνοϊκό είναι για τη δικτατορία, πόσο μάλλον για τον περιθωριακό φασισμό. Και γίνεται πλήρως αρνητικό μετά την Εξέγερση κι ακόμα περισσότερο μετά τα τραγικά γεγονότα του Ιούλιου 1974 στην Κύπρο, που οδήγησαν στην κατάρρευση της δικτατορίας.
Η ελληνική άκρα Δεξιά και οι Έλληνες φασίστες στιγματίζονται για μια ακόμα φορά στη λαϊκή συνείδηση, όχι μόνο ως εχθροί των δημοκρατικών ελευθεριών του λαού και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του εργαζομένων, αλλά και ως εθνοπροδότες.


Οι φασιστικές οργανώσεις στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο

(1974-1990)

Η κατάρρευση της δικτατορίας, λίγους μήνες μετά την αιματηρή καταστολή της Εξέγερσης του Νοέμβρη 1973 και υπό το βάρος του εθνικού εγκλήματος της Κύπρου, διαμορφώνει εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες για την ανάπτυξη της δραστηριότητας των φασιστών και του συνόλου της άκρας Δεξιάς. Περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, η συντηρητική Δεξιά επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί από την άκρα Δεξιά, πόσο μάλλον από τη φασιστική της έκφραση.

Ο εθνικιστικός-αντικομμουνιστικός μεταπολεμικός ιδεολογικός λόγος έχει απονομιμοποποιηθεί πλήρως, σε μια περίοδο που η κυριαρχία του λαϊκού αντιιμπεριαλιστικού πατριωτισμού, τον οποίο προβάλλει η Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ, ακυρώνει κάθε απόπειρα των φασιστών να εμφανιστούν με πατριωτικό προσωπείο. Οι κομμουνιστές, μέλη και στελέχη των δυο ΚΚΕ και των άλλων μικρότερων κομμουνιστικών οργανώσεων, βγαίνουν στη νομιμότητα, με την αίγλη αυτών που πρωτοστάτησαν στον αγώνα ενάντια σε ένα καθεστώς που, αφού στέρησε επί εφτά χρόνια τον ελληνικό λαό από τις ελευθερίες του, κατέληξε στην εθνική προδοσία.

Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, η εθνικοφροσύνη και η αναφορά στον ελληνο-χριστιανικό πολιτισμό δίνει τη θέση της στην ιδεολογία της δημοκρατικής και οικονομικά αναπτυγμένης Ελλάδας στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου και μάλιστα σ’ αυτό της Ευρώπης και ακόμα πιο συγκεκριμένα της ΕΟΚ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η αντίθεση στην παραμονή στο ΝΑΤΟ (από το στρατιωτικό σκέλος του οποίου είχε αποχωρήσει η Ελλάδα στα 1974-80) και στην ένταξη στην ΕΟΚ αποτελεί τη βάση του αντιπολιτευτικού λόγου του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του συνόλου των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» εκφράζει την αντίθεση της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού στην πολιτική εξάρτησης από τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα, με την οποία χρεωνόταν η Δεξιά. Αντιστοίχως, στον βαθμό που οι κυβερνήσεις της ΝΔ επιδιώκουν την αναζήτηση λύσεων στις διαφορές με την Τουρκία σε νατοϊκό πλαίσιο, η εξωτερική τους πολιτική καταγγέλλεται σαν ενδοτική και υπαγορευόμενη από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.


Μ’ αυτά τα δεδομένα, η πρώτη απόπειρα εκλογικής καταγραφής της άκρας Δεξιάς, τον Νοέμβριο 1974, με την Εθνική Δημοκρατική Ένωση (ΕΔΕ) του Πέτρου Γαρουφαλιά (αποστάτη της Ένωσης Κέντρου, που διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στα γεγονότα του 1965), καταλήγει σε φιάσκο. Όχι μόνο λόγω του πενιχρού εκλογικού αποτελέσματος (1,08%), αλλά και εξαιτίας της μετατροπής των προεκλογικών της συγκεντρώσεων σε εκδηλώσεις γελοιοποίησής της από χιλιάδες νέους, που πλημμυρίζουν τους δρόμους οπουδήποτε εμφανίζονται για να μιλήσουν οι νοσταλγοί της Χούντας.


Την ίδια περίοδο ανασυστήνεται το Κόμμα 4ης Αυγούστου του Κ. Πλεύρη, ως αυθεντική έκφραση της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, αν και πολύ σύντομα θα αυτοδιαλυθεί. Παράλληλα, με πρωτοβουλία του Πολύδωρου Δάκογλου και με επικεφαλής τον παλιό βασικό συνεργάτη του Κ. Πλεύρη Ανδρέα Δενδρινό, ιδρύεται και η Πνευματική Αναμορφωτική Κίνησις, που εκδίδει το περιοδικό «Το Κίνημα».  Η κίνηση αυτή αποφεύγει να αναφέρεται ανοιχτά στον φασισμό ή τον ναζισμό, επιδιώκοντας να εμφανιστεί σαν ελληνοκεντρική-εθνικιστική.

Στα 1975-77 δρουν και παράνομες φασιστικές οργανώσεις, με κυριότερη τη Νέα Τάξη του Δημήτρη Ναστούλη, που επιχειρούν τρομοκρατικές ενέργειες. Η εμφάνισή τους δεν είναι άσχετη με την επιστροφή από την Ιταλία εγκάθετων της Χούντας στον φοιτητικό χώρο, που είχαν συνδεθεί με ιταλικές φασιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων και η Ordine Nuovo (Νέα Τάξη).
Μετά από κάποιες επιθέσεις και μαχαιρώματα μελών αριστερών οργανώσεων, τοποθετήσεις βομβών σε γραφεία του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ., αλλά και σε κινηματογράφους όπου προβάλλονταν σοβιετικά έργα κ.λπ., οι οργανώσεις αυτές διαλύθηκαν, υπό το βάρος της παλλαϊκής κατακραυγής και με τη συνειδητοποίηση από τους κύκλους των μυστικών υπηρεσιών που τις χρησιμοποιούσαν ότι η δράση τους συνέβαλε στην περαιτέρω ισχυροποίηση των δημοκρατικών, αντιφασιστικών και αντιιμπεριαλιστικών αισθημάτων του ελληνικού λαού.

Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλαν και οι δικαστικές διώξεις κατά φασιστών τρομοκρατών, με συνέπεια την πολυετή φυλάκιση του Αριστοτέλη Καλέντζη. Η υπόθεση αυτή προκάλεσε σοβαρές εντάσεις και διενέξεις μέσα στον φασιστικό χώρο, καθώς ο Καλέντζης κατήγγειλε σαν όργανα της ΚΥΠ και καταδότες του τους Κ. Πλεύρη, Νίκο Μιχαλολιάκο κ.ά., που ενώ πιάστηκαν μαζί του απαλλάχθηκαν από το δικαστήριο.

Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια κομματικής συγκρότησης του ακροδεξιού χώρου, στον οποίο εντάσσονται βασιλόφρονες, χουντικοί και φασίστες, γίνεται ενόψει των εκλογών του Οκτωβρίου 1977, με την ίδρυση της Εθνικής Παράταξης. Αν και συγκέντρωσε το 6,82% των ψήφων, εκλέγοντας πέντε βουλευτές (όχι όμως και τον ηγέτη της Στέφανο Στεφανόπουλο, επίσης αποστάτη του 1965 και πρωθυπουργό κυβέρνησης αποστατών), η Εθνική Παράταξη δεν θα επιβιώσει για πολύ. Σύντομα, οι τέσσερις από τους πέντε βουλευτές της θα ενταχθούν στη Νέα Δημοκρατία, για να ακολουθήσει και ο πέμπτος, ο διάδοχος του Στεφανόπουλου στην ηγεσία του κόμματος Σπύρος Θεοτόκης, λίγο πριν τις εκλογές του 1981.


Εντούτοις, σημαντικό ρόλο στην ανασυγκρότηση της ακροδεξιάς και στην ανάδειξη μιας νέας γενιάς στελεχών, διαδραμάτισε η Ελληνική Νεολαία Εθνικής Παράταξης (ΕΝΕΠ). Την πρωτοβουλία ίδρυσής της ανέλαβε η ομάδα που εξέδιδε το «Κίνημα» και πρόεδρός της αναδείχθηκε ο Π. Δάκογλου. Στις γραμμές της ΕΝΕΠ συνυπήρχαν τάσεις που επί χρόνια κατόπιν θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται στον χώρο της ακροδεξιάς.

Η τάση των νοσταλγών της Χούντας, με ηγέτη τον Θεόδωρο Περρωτή, αρθρώνει έναν παραδοσιακά ακροδεξιό λόγο. Το 1981, μετά τη διάλυση της ΕΝΕΠ, στην οποία είχε απομείνει μόνη μετά την αποχώρηση των άλλων τάσεων το 1979, θα ανασυγκροτηθεί ως Νεολαία Προοδευτικών (ΝΕΠ), στο πλαίσιο του κόμματος που ανασύστησε, ως κόμμα της άκρας Δεξιάς πλέον, ο δοτός πρωθυπουργός της Χούντας Σπύρος Μαρκεζίνης, και αργότερα θα ενταχθεί στην Εθνική Πολιτική Ένωση (ΕΠΕΝ).

Το Κόμμα των Προοδευτικών κατεβαίνει στις εκλογές του Οκτωβρίου 1981, καταγράφοντας μικρό ποσοστό (1,68%), αν και κατορθώνει να εκπροσωπηθεί στην Ευρωβουλή με το 1,91%.
Η τάση των ελληνοκεντρικών εθνικιστών, με επικεφαλής τον Π. Δάκογλου,  συγκροτεί το 1979 το Ελληνικό Εθνικιστικό Κίνημα (ΕΝΕΚ) και αναπτύσσει έντονη εκδοτική δραστηριότητα, μέσω των εκδόσεων «Νέα Θέσις» και της ομώνυμης εφημερίδας.

Από την τάση αυτή θα προέλθει η κίνηση που θα συνεχίσει την έκδοση του περιοδικού «Το Κίνημα» και τη λειτουργία του εκδοτικού οίκου «Ελεύθερη Σκέψις», με επικεφαλής τον Α. Δενδρινό. Ιδεολογικά κινείται μεταξύ του ελληνοκεντρικού εθνικισμού και του εθνικοσοσιαλισμού.


Σε απροκάλυπτη εθνικοσοσιαλιστική κατεύθυνση κινείται η κίνηση που συγκροτείται γύρω από το περιοδικό «Χρυσή Αυγή», που εκδίδει από τα τέλη του 1980 ο Ν. Μιχαλολιάκος.

Η έντονη εκδοτική δραστηριότητα των φασιστών εκείνης της περιόδου αποβλέπει στην ιδεολογική συγκρότηση του χώρου, για την αντιμετώπιση της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς στη νεολαία.

Η παρέμβαση σ’ αυτό το πεδίο γίνεται και με την ίδρυση της κίνησης Ελεύθεροι Μαθητές, με επικεφαλής τον Μάκη Βορίδη και επίκεντρο το Κολλέγιο Αθηνών, καθώς και με την ανασύσταση της προδικτατορικής Φοιτητικής Εθνικής Πρωτοπορίας (ΦΕΠ), με πρωτοβουλία του Κ. Πλεύρη. Στην ίδια κατεύθυνση επιχειρείται η διείσδυση σε συνδέσμους φιλάθλων, που στην περίπτωση του Παναθηναϊκού αποδίδει, με την εμφάνιση της Ναζιστικής Οργάνωσης Παναθηναϊκών Οπαδών (ΝΟΠΟ). Ανάλογες απόπειρες στην ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό αποτυγχάνουν, ενώ και η ΝΟΠΟ υποχρεώνεται να διαλυθεί μετά από παρέμβαση της Διοίκησης του ΠΑΟ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Κίνημα Ελλήνων Μεταρρυθμιστών (ΚΕΜΕ), του χουντικού υπουργού Κωνσταντίνου Θάνου, το οποίο επιχειρεί να εκφράσει μια πιο σύγχρονη ακροξεδιά αντίληψη, προβάλλοντας την κυρίαρχη αστική στρατηγική της ευρωπαϊκής προοπτικής στο πλαίσιο της ΕΟΚ.  Τον Οκτώβριο 1981 συμμετείχε στις ευρωεκλογές, παίρνοντας το διόλου ευκαταφρόνητο 0,89%.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981, συνοδεύεται και από δεξιά στροφή της ΝΔ, με ηγέτη τον Ευάγγελο Αβέρωφ, που εκδηλώνεται και με απόπειρα αναπαλαίωσης του ιδεολογικού της λόγου. Δίνεται, έτσι, η δυνατότητα έκφρασης της ακροδεξιάς τάσης του κόμματος, ιδιαίτερα στη νεολαία της, την ΟΝΝΕΔ, όπου δρουν συγκροτημένα ομάδες τραμπούκων, όπως οι Ρέιντζερς και οι Κένταυροι. Μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό κλίμα θα εκτραφεί και ο Γιάννης Καλαμπόκας, που το 1991 θα δολοφονήσει τον αγωνιστή Νίκο Τεμπονέρα.

Παρά την κυριαρχία της δημοκρατικής-ευρωπαϊστικής ιδεολογίας, η άκρα Δεξιά ουδέποτε έπαψε να εκφράζεται και στο εσωτερικό της ΝΔ. Άλλωστε, το μεγάλο κόμμα της Δεξιάς (ή της Κεντροδεξιάς, όπως αυτοπροσδιορίζεται) προσφέρει πάντα φιλόξενη πολιτική στέγη στα στελέχη που αναδεικνύει ο ακροδεξιός, ακόμα και ο φασιστικός χώρος.


Ενόψει των ευρωεκλογών του 1984 ιδρύεται η Εθνική Πολιτική Ένωση (ΕΠΕΝ), με πρωτοβουλία του φυλακισμένου πρώην δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου. Κύριος στόχος του νέου κόμματος της ακροδεξιάς είναι η άσκηση πίεσης για την αποφυλάκιση των κρατούμενων πραξικοπηματιών. Στις γραμμές της εντάσσονται τόσο οι φιλοχουντικοί του Περρωτή όσο και ελληνοκεντρικοί εθνικιστές και εθνικοσοσιαλιστές. Επικεφαλής μάλιστα της νεολαίας της αναλαμβάνει ο Ν. Μιχαλολιάκος, που έχει ήδη διακόψει την έκδοση της «Χρυσής Αυγής».

Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 1984 η ΕΠΕΝ κερδίζει 2,29% των ψήφων και ο ηγέτης της Χρύσανθος Δημητριάδης εκλέγεται ευρωβουλευτής. Στις εκλογές συμμετέχει και το Κόμμα των Προοδευτικών, που περιορίζεται στο 0,17%,  αλλά και το ΕΝΕΚ, που παίρνει μόλις 0,09%.
Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 1985 συμμετέχει μόνο η ΕΠΕΝ, που δεν κερδίζει παρά το 0,60% των ψήφων.
Τον ίδιο χρόνο ο Ν. Μιχαλολιάκος αποχωρεί, επανεκδίδοντας τη «Χρυσή Αυγή», ως όργανο του ομώνυμου Λαϊκού Συνδέσμου, και στην ηγεσία της Νεολαίας της ΕΠΕΝ προωθείται ο Μ. Βορίδης.

Πενιχρά είναι τα εκλογικά ποσοστά και στις εκλογές του Ιουνίου 1989. Η ΕΠΕΝ περιορίζεται στο 0,32%, ενώ 0,23% παίρνει το ΕΝΕΚ. Η ΕΠΕΝ, απέχοντας από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 (λέγεται πως η μη συμμετοχή ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας με τη Νέα Δημοκρατία, που υποσχέθηκε την αποφυλάκιση των χουντικών), στις εκλογές του Απριλίου 1990 βλέπει την εκλογική της επιρροή να συρρικνώνεται στο 0,13%.

Στην περίοδο από το 1974 έως το 1990 ο χώρος της άκρας Δεξιάς κυριαρχείται από τους νοσταλγούς της Χούντας. Η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς στο νεολαιίστικο κίνημα, οι νωπές μνήμες από τη δικτατορία, την Εξέγερση του Πολυτεχνείου και την προδοσία της Κύπρου, αλλά και η αναγνώριση της εαμικής Εθνικής Αντίστασης από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1983, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη κάθε προσπάθεια των φασιστών να αποκτήσουν μαζικό ακροατήριο.

Αυτή η πρώτη περίοδος της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίζεται από την τάση μιας ολόκληρης κοινωνίας να έρθει σε ρήξη με παραδοσιακές συντηρητικές δομές και συμπεριφορές. Έχοντας πάψει, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, να είναι κυρίως αγροτική, η ελληνική κοινωνία, με πρωτοστατούσα τη νεολαία, αμφισβητεί τον παραδοσιακό κοινωνικό συντηρητισμό στις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, την αυθεντία του διδάσκοντα στις εκπαιδευτικές διαδικασίες, την κοινωνική αίγλη του οικονομικά επιτυχημένου, την απόλυτη εξουσία του εργοδότη κ.λπ. Αν μαζί με όλα αυτά συνυπολογιστεί και η ιδεολογική απαξίωση του μηχανισμού καταστολής, του στρατού και της αστυνομίας, που επέφερε η λειτουργία τους ως βασικών πυλώνων στήριξης του δικτατορικού καθεστώτος, είναι ευνόητη η αναποτελεσματικότητα των φασιστικών κινήσεων της περιόδου.


Ακροδεξιοί και φασίστες στα 1990-2004

Το ιδεολογικό κλίμα της Μεταπολίτευσης αρχίζει να μεταβάλλεται από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980, για να ανατραπεί μετά τα διεθνή κοσμοϊστορικά γεγονότα και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, στα 1989-91.

Σε μια εποχή που για τη μεγάλη πλειονότητα του εργαζόμενου λαϊκού κόσμου οι συνθήκες ζωής δεν έχουν πλέον καμιά σχέση με αυτές των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ και η αστική δημοκρατία λειτουργεί για πρώτη φορά ομαλά, η συντηρητική αναδίπλωση του ΠΑΣΟΚ, που ως κυβερνητικό κόμμα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις παλιότερες ριζοσπαστικές διακηρύξεις του, συμπληρώνεται με την αποκάλυψη σκανδάλων που αμαυρώνουν συνολικά την εικόνα του ως δύναμης, αν όχι κοινωνικής αλλαγής, τουλάχιστον εγγύησης μιας εύρυθμης λειτουργίας του αστικού κράτους.

Η συμμετοχή του Συνασπισμού της Αριστεράς (του ΚΚΕ, της ΕΑΡ κ.λπ.) στην κυβέρνηση Τζανετάκη, σε συνεργασία με τη ΝΔ, και στη συνέχεια ο σχηματισμός της Οικουμενικής Κυβέρνησης Ζολώτα, με τη συμμετοχή ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού, συμβάλλουν καθοριστικά στην υποχώρηση της διαχωριστικής γραμμής με τη Δεξιά, η οποία εμφανίζεται πλέον απαλλαγμένη από το βάρος των αμαρτιών του παρελθόντος. Επιπλέον, η συμμετοχή της Αριστεράς σ’ αυτές τις κυβερνήσεις σηματοδοτεί την προσχώρησή της στη στρατηγική επιδίωξη του αστισμού, για την προετοιμασία της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (το περίφημο «όραμα του 1992»), ως πανεθνικού στόχου υπεράνω ταξικών αντιθέσεων.

Οι καταρρεύσεις των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και η διάλυση της ΕΣΣΔ συμβάλλουν καθοριστικά στην ιδεολογική ήττα της Αριστεράς, καθώς οι ιδέες του μαρξισμού, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού εμφανίζονται σαν αδιέξοδες, και όσοι επιμένουν να αναφέρονται σ’ αυτές φαντάζουν προσηλωμένοι στο παρελθόν.

Η δυναμική επέλαση του νεοφιλελευθερισμού συντελείται σε συνθήκες υποχώρησης του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων, που ευνοείται από την κυριαρχία της ιδεολογίας του ατομισμού, σημαιοφόροι της οποίας αναδεικνύονται οι ποικίλοι μηχανισμοί προώθησης ενός life style που βρίσκεται στον αντίποδα του ριζοσπαστισμού της προηγούμενης περιόδου. Ενσωματώνοντας βασικά του στοιχεία και μετασχηματίζοντάς τα σε μια κατεύθυνση κυριαρχίας του ατομικού έναντι του συλλογικού, η ιδεολογία του life style αναγνωρίζει ως κύρια αξία την προσωπική επιτυχία, με κριτήριο την κοινωνική ανέλιξη. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1990 η ένταξη στην εργατική τάξη με όρους χειρωνακτικής εργασίας αντιμετωπίζεται σαν απόδειξη προσωπικής αποτυχίας. Άλλωστε, όλο και μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής τάξης της χώρας αποτελείται πλέον από αλλοδαπούς μετανάστες, που οι συνθήκες ζωής και εργασίας τους καθίστανται μέτρο για την επιβεβαίωση της επιτυχίας των άλλων.

Για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλές δεκαετίες, η χειρωνακτική εργασία και η φτώχεια στιγματίζονται και οι φορείς τους περιθωριοποιούνται, ακόμα και από εργαζόμενα λαϊκά στρώματα που εντάσσονται τόσο στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη (μεγάλα τμήματά της οποίας συμμετέχουν άμεσα στην εκμετάλλευση της εργασίας του μεταναστευτικού προλεταριάτου)  όσο και στη νέα μικροαστική τάξη, στην οποία εντάσσεται ένα σημαντικό τμήμα των διανοητικά εργαζομένων.

Η ιδεολογική αυτή στάση κυριαρχεί και στη νεολαία της εποχής, για την οποία οι ιδεολογικές αξίες παλιότερων εποχών φαντάζουν ξένες και απόμακρες. Είναι η εποχή της κυριαρχίας της «γαλάζιας γενιάς» στα ΑΕΙ, με την εκτόξευση της ΔΑΠ, της φοιτητικής παράταξης της Δεξιάς, σε ποσοστά αδιανόητα μόλις λίγα χρόνια πριν. Οι αντιλήψεις αυτές κυριαρχούν και ευρύτερα, σφραγίζοντας την ιδεολογία του τμήματος της νεολαίας που εκφράζεται από το πλήρως μεταλλαγμένο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ της εποχής Σημίτη, αλλά και της μεγάλης πλειονότητα των νέων που χαρακτηρίζονται «απολίτικοι».

Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αργότερα στην Ευρωζώνη, η σύγκριση της «ισχυρής Ελλάδας» (κατά τον επίσημο λόγο των εκσυγχρονιστικών κυβερνήσεων Σημίτη) με τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, η δυνατότητα χρησιμοποίησης εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών για δουλειές που οι περισσότεροι Έλληνες θεωρούσαν πλέον υποτιμητικές για τους ίδιους (βαριές χειρωνακτικές, αγροτικές, φροντίδα του σπιτιού και των ανήμπορων μελών της οικογένειας κ.λπ.), διαμορφώνουν μια νέας μορφής ιδεολογία του «κυρίαρχου», που προσλαμβάνει χαρακτηριστικά μιας εκσυγχρονισμένης εθνικοφροσύνης, τροφοδοτούμενης και από την επανεμφάνιση του Μακεδονικού ζητήματος, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Είναι χαρακτηριστικός ο υποτιμητικός όρος «Γυφτοσκοπιανοί», με τον οποίο στιγματίζονται ως φυλετικά και οικονομικο-κοινωνικά κατώτεροι οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας.


Μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό κλίμα διαμορφώνονται νέοι όροι για την ανάπτυξη της δραστηριότητας της άκρας Δεξιάς και των φασιστικών κινήσεων. Καθώς η δικτατορία των συνταγματαρχών φαντάζει μακρινό παρελθόν που ελάχιστα απασχολεί τη νεότερη γενιά, ξεθωριάζουν και οι όποιες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του ακροδεξιού χώρου σχετικά με τη στάση απέναντί της και προς τους φυλακισμένους πραξικοπηματίες. Ο χώρος επικεντρώνει πλέον σε δυο ζητήματα, χάρη στα οποία μπορεί να αποκτήσει δυνατότητες μαζικής απεύθυνσης: στο εθνικό και στο μεταναστευτικό.

Στα 1972-73 οι ακροδεξιοί και οι φασίστες αξιοποιούν το ευνοϊκό ζήτημα της Μακεδονίας. Όσο κι αν για τον πολύ κόσμο, για την τεράστια πλειονότητά του, η αντίθεση στην χρήση του όρου «Μακεδονία» από το νεοσύστατο ανεξάρτητο κράτος ήταν συνέπεια του φόβου εμπλοκής σε πολεμικές περιπέτειες, λόγω πιθανών εδαφικών αξιώσεων σε βάρος της Ελλάδας, οι ακροδεξιοί και οι φασίστες μπορούν να εμφανίζονται σαν οι πιο αδιάλλακτοι υπερασπιστές της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, χωρίς να αποφεύγουν και την προβολή επεκτατικών διαθέσεων, που κι αυτές βρίσκουν ευήκοα ώτα, στη φάση που κυριαρχεί ο υστερικός φανατισμός.

Είναι η περίοδος που η μέχρι τότε περιθωριακή ακροδεξιά εφημερίδα «Στόχος» αυξάνει κατακόρυφα την κυκλοφορία της, ενώ η Χρυσή Αυγή αποτολμά τη δημόσια εμφάνισή της στα μαζικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία και για πρώτη φορά κατορθώνει να αποκτήσει μια σχετική μαζικότητα, στρατολογώντας έφηβους που δεν είχαν οπωσδήποτε ακροδεξιά οικογενειακή προέλευση, όπως συνέβαινε με το σύνολο σχεδόν όσων εντάσσονταν μέχρι τότε σε ακροδεξιές και φασιστικές οργανώσεις.

Καθώς οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) επιλέγουν την αντιμετώπιση του Μακεδονικού μέσω της διπλωματικής οδού και στο πλαίσιο των σχέσεων της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., , ο εθνικιστικός λόγος παρουσιάζεται σαν λόγος αντισυστημικός. Η εθνικιστική ρητορική εμφανίζει σαν μέρος του συστήματος που υπονομεύει τα εθνικά συμφέροντα και την Αριστερά, η οποία επιμένει, ως όφειλε άλλωστε, στην ειρηνική συνύπαρξη και την ανάπτυξη σχέσεων φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των λαών των Βαλκανίων.

Ανάλογη είναι και η αντιμετώπιση του ζητήματος που προκύπτει με την Κρίση στα Ίμια, τον Ιανουάριο 1996. Όσο κι αν ο ελληνικός λαός δεν έδειχνε διάθεση εμπλοκής σε μια πολεμική περιπέτεια με την Τουρκία, ο χειρισμός από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με πιο χαρακτηριστική τη δουλοπρεπή στάση του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη απέναντι στον Αμερικανό πρόεδρο Κλίντον, παρέχει στην άκρα Δεξιά μια ακόμα ευκαιρία πατριδοκαπηλείας.

Ανάλογες ευκαιρίες δίνονται και με την υπόθεση Οτσαλάν και με τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία το 1999, καθώς και με το Σχέδιο Ανάν το 2004. Η ευθυγράμμιση των ελληνικών κυβερνήσεων με την πολιτική των ιμπεριαλιστών, που ξεσηκώνει τον ελληνικό λαό, ο οποίος εξακολουθεί να διατηρεί ισχυρά αντιιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά, δίνει και σ’ αυτές τις περιπτώσεις δυνατότητες στην άκρα Δεξιά για μαζική απεύθυνση.  Καθώς η Αριστερά αντιδρά επίσης, οι επιθέσεις των ακροδεξιών στρέφονται κατά εκείνων των προσώπων και τάσεων που είτε συμπορεύονται με την κυρίαρχη αστική πολιτική (στον χώρο του Συνασπισμού, που στη συνέχεια αποσπάστηκαν και εντάχθηκαν στο ΠΑΣΟΚ ή βρέθηκαν πολύ αργότερα στη ΔΗΜΑΡ) είτε αδυνατούν να διακρίνουν μεταξύ προλεταριακού διεθνισμού και αστικού-ιμπεριαλιστικού κοσμοπολιτισμού (αντιεξουσιαστές και τμήμα του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς).

Το πλέον ευνοϊκό πεδίο για την ανάπτυξη της ιδεολογικής επίθεσης της άκρας Δεξιάς αποτελεί το μεταναστευτικό. Η ελληνική άκρα Δεξιά και οι Έλληνες φασίστες αξιοποιούν όλα αυτά τα χρόνια την εμπειρία των Ευρωπαίων ομοϊδεατών τους, που αποφεύγουν την αναφορά στις φυλετικές θεωρίες του εθνικοσοσιαλισμού. Απευθυνόμενοι στο αίσθημα ανασφάλειας που προκαλεί η παρουσία αλλοεθνών, η ανεργία και η αύξηση της εγκληματικότητας, που συνδέεται με την πύκνωση των γραμμών του κοινωνικού περιθωρίου, μεγάλο μέρος του οποίου αποτελούν πλέον μετανάστες, προβάλλουν το αίτημα των κλειστών συνόρων και της ενίσχυσης των κατασταλτικών μέτρων. Η ρητορική τους δεν αναφέρεται τόσο στη φυλετική κατωτερότητα των αλλοεθνών, όσο στην πολιτισμική διαφορά, που υποστηρίζουν ότι δεν επιτρέπει τη συνύπαρξη Ελλήνων και ξένων και διαρρηγνύει την κοινωνική συνοχή.

Η άκρα Δεξιά ανοίγει, έτσι, διάλογο με μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, ακριβώς στη φάση που κυριαρχεί το ιδεολογικό κλίμα που σε γενικές γραμμές έχει περιγραφεί πιο πάνω. Ποντάρει στην ξενοφοβία μιας κοινωνίας που χαρακτηριζόταν από την εθνική ομοιογένεια, στην αναπτυσσόμενη ιδεολογία της απαξίωσης εκείνων των εργασιών που προορίζονται για κοινωνικά αποτυχημένους, αλλά και στην αύξηση της ανεργίας σε επαγγέλματα που εξακολουθούν να ενδιαφέρουν τμήματα της ελληνικής εργατικής τάξης.

Εντούτοις, δεν απουσιάζει εντελώς και ο ρατσισμός. Η αίσθηση της υπεροχής του Έλληνα της «ισχυρής Ελλάδας», που έχει εγγεγραμμένη την επιτυχία στο DNA του, θα εκφραστεί με την έπαρση με την οποία εκφωνείται το σύνθημα «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ!».

Μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό κλίμα η Αριστερά αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες να πείσει, εκφέροντας έναν λόγο διεθνιστικό, αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό. Όσο κι αν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες του αντιρατσιστικού κινήματος πετυχαίνουν να δημιουργήσουν αναχώματα στην επέκταση της επιρροής της άκρας Δεξιάς και των φασιστών, δεν κατορθώνουν να μεταστρέψουν την ξενοφοβική τάση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας σε αποδοχή μιας νέας πολυπολιτισμικής πραγματικότητας. Οι δυσκολίες αυτές δεν είναι άσχετες και με την ιδεολογική ήττα που έχει υποστεί, αλλά ούτε και με την αποσύνδεσή της από μεγάλα τμήματα της λαϊκής νεολαίας, που αποτελούν προνομιακό ακροατήριο της ακροδεξιάς εθνικιστικής και ρατσιστικής ρητορείας. Τόσο λόγω της απουσίας ιστορικής μνήμης όσο και εξαιτίας της εργασιακής ανασφάλειας που αρχίζει να βιώνει, με το πέρασμα στη δεκαετία του 2000.

Σε μια περίοδο αποδιοργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα, με τη διάλυση ή συρρίκνωση παραγωγικών μονάδων και κλάδων, και με κυρίαρχη τη συναίνεση των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική, η συνδικαλιστική ένταξη δεν φαίνεται να προσφέρει λύσεις διεξόδου ούτε στη λαϊκή εργαζόμενη, υποαπασχολούμενη ή άνεργη νεολαία, αλλά ούτε και στους μετανάστες. Δεν δίνεται, έτσι, η δυνατότητα συνεύρεσής τους με όρους αγωνιστικής συμπόρευσης και διαμόρφωσης συνείδησης κοινών ταξικών συμφερόντων.

Καθόλου άνευ σημασίας δεν είναι και η υποχώρηση της Αριστεράς στο μέτωπο του πολιτισμού. Αντιμέτωπη με το κυρίαρχο ρεύμα του ατομισμού, της προσωπικής επιτυχίας και του life style, που εκφραζόταν μέσα από συγκεκριμένες καθημερινές συμπεριφορές, σε κλίμα ξέφρενου διονυσιασμού, που λειτουργούσε σαν καρικατούρα της συλλογικής διασκέδασης και του ερωτισμού, οι αριστεροί δεν μπόρεσαν να αντιπαρατάξουν παρά αναφορές  στο πολιτιστικό παρελθόν, όταν δεν υπέκυπταν στις σειρήνες της άκριτης συγχώνευσης στον συρμό.


Στην κατεύθυνση ενίσχυσης της επιρροής ακροδεξιών και φασιστικών ιδεολογικών τάσεων συμβάλλει, σε σημαντικό βαθμό, η διάδοση ιδεών που βασίζονται στον ανορθολογισμό, στον ιδεολογικό μύθο, στη συνωμοσιολογία. Πληθώρα εντύπων, αλλά και εκπομπές σε τηλεοπτικά κανάλια με διόλου ευκαταφρόνητη θεαματικότητα, προωθούν έναν λόγο που φαντάζει αντισυστημικός, καθώς εμφανίζεται να στρέφεται ενάντια στους ισχυρούς της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων που επιβάλλουν «σκοτεινές δυνάμεις», οι οποίες, αν και δεν κατονομάζονται πάντα, δεν είναι άλλες από τον σιωνισμό, «προαιώνιο εχθρό του ελληνισμού».

Στο έδαφος αυτό φυτρώνουν τα αγκάθια του νεοπαγανισμού των δωδεκαθεϊστών, που συνυπάρχουν με μια τάση «επιστροφής στην Εκκλησία», ιδιαίτερα μετά την ανάρρηση στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο του ακροδεξιού Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη. Ο ξέφρενος διονυσιασμός της παραλιακής και της Μυκόνου, που έχει ως κέντρο την κατανάλωση του σεξ και την εμπορευματοποίηση κάθε κοινωνικής σχέσης, συμβαδίζει με μια στροφή στον κοινωνικό συντηρητισμό, με την επανεπιβεβαίωση της Εκκλησίας και της οικογένειας ως πυλώνων της κοινωνικής συνοχής, την απόρριψη του φεμινισμού από μεγάλο μέρος της νεότερης γενιάς των γυναικών και την αποδοχή των κοινωνικών ρόλων των δυο φύλων, με την πρόταξη των αξιών του οικονομικά επιτυχημένου άντρα, ενώ για τη γυναίκα ως κύριο στοιχείο επιτυχίας προβάλλει η αξιοποίηση της σεξουαλικότητάς της.

Η άκρα Δεξιά και οι φασίστες δεν είχαν άμεσα αποτελέσματα από τις δυνατότητες αυτής της ευνοϊκής κατάστασης. Η εκλογική τους καταγραφή σε όλη τη δεκαετία του 1990 δείχνει ότι οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα ώριμες για τον αποχαρακτηρισμό της άκρας Δεξιάς ως παράταξης επικίνδυνης για την ομαλή πολιτική και κοινωνική ζωή. Στην κατεύθυνση αυτή λειτουργούν και τρομοκρατικές ενέργειες, όπως η απόπειρα δολοφονίας του νεαρού αγωνιστή της Αριστεράς Δημήτρη Κουσουρή, από το ηγετικό στέλεχος της Χρυσής Αυγής Αντώνη Ανδρουτσόπουλο («Περίανδρο»), το 1998.

Το 1993 η ΕΠΕΝ πήρε και πάλι 0,13%, όπως και το 1990. Στις ευρωεκλογές του επόμενου χρόνου θα συγκεντρώσει 0,78%, ενώ στον εκλογικό στίβο θα κάνει και την εμφάνισή της η Χρυσή Αυγή, παίρνοντας κάτι παραπάνω από 7.000 ψήφους και ποσοστό 0,11%. Οι ψήφοι της θα περιοριστούν στις 4.500 (0,07%) στις βουλευτικές εκλογές του 1996, όταν η ΕΠΕΝ θα πάρει 0,24% και το Κόμμα Ελληνισμού (προσωποπαγές σχήμα του ακροδεξιού επιχειρηματία Σωτήρη Σοφιανόπουλου) 0,18%. Το συνολικό 0,49%, λίγους μήνες μετά την Κρίση στα Ίμια και του θορύβου που είχε προκαλέσει η άκρα Δεξιά, φανερώνει και την αδυναμία εκλογικής αποκρυστάλλωσης της επιρροής της.

Αποτυχία συνιστά και το αποτέλεσμα τόσο των ευρωεκλογών του 1999 όσο και των βουλευτικών εκλογών του 2000. Στις πρώτες, 0,75% παίρνει η Πρώτη Γραμμή, με επικεφαλής τον Κ. Πλεύρη και με συμμετοχή και της Χρυσής Αυγής, 0,26% το Κόμμα Ελληνισμού και 0,12% το Ελληνικό Μέτωπο του Μ. Βορίδη, παρά τη στήριξή του από το είδωλο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, τον Ζαν Μαρί Λεπέν. Στις εκλογές του 2000 0,21% κερδίζει η Εθνική Συμμαχία του βασιλο-χουντικού εκδότη της εφημερίδας «Ελεύθερη Ώρα» και ιδιοκτήτη του καναλιού «Τηλε-Τώρα» Γρηγόρη Μιχαλόπουλου (θα καταδικαστεί αργότερα για εκβιασμούς πολιτικών και επιχειρηματιών), μόλις 0,18% η Πρώτη Γραμμή και 0,09% το Κόμμα Ελληνισμού.

Οι επόμενες εκλογές, του 2004, που διεξάγονται ταυτόχρονα και για το ευρωπαϊκό και για το ελληνικό κοινοβούλιο, σηματοδοτούν τομή για την ιστορία της ελληνικής άκρας Δεξιάς, λόγω της εμφάνισης ενός νέου κόμματος, του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού (ΛΑΟΣ). Το 2,1% για την ελληνική Βουλή, ανεβαίνει στο 4,12% στέλνοντας τον ηγέτη του ΛΑΟΣ, τον Γιώργο Καρατζαφέρη, στην Ευρωβουλή.

Η επιτυχημένη εκλογική καταγραφή ενός κόμματος στις γραμμές του οποίου συσπειρώνεται όλο σχεδόν το στελεχικό δυναμικό των ακροδεξιών και φασιστικών οργανώσεων, με εξαίρεση αυτό της Χρυσής Αυγής (που έχει αναστείλει προσωρινά τη λειτουργία της, ιδρύοντας την Πατριωτική Συμμαχία) και κάποιους μεμονωμένους παράγοντες του χώρου, στέλνει απειλητικό το μήνυμα: Το αυγό, που επί χρόνια εκκολαπτόταν, όπου να ‘ναι θα σκάσει. Το φίδι σύντομα θα σέρνεται και θα κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Όπως και έγινε λίγα χρόνια αργότερα, δηλαδή τώρα, στις μέρες που ζούμε.


Η εκκόλαψη ήταν μακρόχρονη και το αυγό του φιδιού έσπασε, με τις 440.000 ψήφους αυτών που επέλεξαν το κόμμα των νοσταλγών του Χίτλερ για να εκφράσουν τη διάθεσή τους «να ξεβρομίσει ο τόπος». Η εγκληματική συμμορία μετατράπηκε έτσι σε κοινοβουλευτικό κόμμα, άρα έπαψε να είναι περιθωριακή. Κι αυτό που απασχολεί ή που θα έπρεπε να απασχολεί την Αριστερά, είναι το κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε πια για φασιστικό κίνδυνο στην Ελλάδα. Για το ενδεχόμενο να αποτελέσουν αυτές οι 440.000 ψήφοι στην Χρυσή Αυγή τη βάση για τη συγκρότηση μαζικού φασιστικού κινήματος, ικανού να απειλήσει τις δημοκρατικές κατακτήσεις, την ίδια την ύπαρξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Η αναφορά στο φαινόμενο αυτό δεν είναι πλέον υπόθεση του ιστορικού, αλλά του πολιτικού αναλυτή, του κοινωνιολόγου, του ψυχολόγου.  Και η αντιμετώπισή του υπόθεση του εργατικού, του λαϊκού και του νεολαιίστικου κινήματος, του γυναικείου κινήματος, του κόσμου του πολιτισμού, του μικρού εκείνου τμήματος της διανόησης που εξακολουθεί να ανησυχεί και δεν έχει συμβιβαστεί με τους ισχυρούς. Πάνω απ’ όλα, είναι υπόθεση της Αριστεράς, στο σύνολό της.





Γιώργος Αλεξάτος









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου