Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Η ταξική αναμέτρηση του Δεκέμβρη



του Γιώργου Μιχαηλίδη
Εφτά δεκαετίες έχουν περάσει, όμως οι συζητήσεις γύρω απ’ αυτό που ήταν και σηματοδότησε ο Δεκέμβρης του 1944 συνεχίζουν με αμείωτο ενδιαφέρον και ένταση. Ορθώς, καθώς τα Δεκεμβριανά του 1944 αποτέλεσαν σημείο συμπύκνωσης και κορύφωσης των ταξικών αντιθέσεων που διαπερνούσαν την τότε ελληνική κοινωνία, αντιθέσεων τις οποίες είχε οξύνει και απογυμνώσει από κάθε προκάλυμμα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η δε έκβαση της μάχης της Αθήνας καθόρισε την πολιτική πορεία της χώρας, τουλάχιστον για τις τρεις επόμενες δεκαετίες. Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου σφραγίστηκαν και διαμόρφωσαν μεγάλο μέρος της ταυτότητάς τους από την εμπειρία του Δεκέμβρη και αντίστοιχα η εκάστοτε τοποθέτησή τους γύρω από τον Δεκέμβρη του 1944 φανερώνει και γενικότερα στοιχεία της πολιτικής τους ταυτότητας και στοχοθεσίας.
Καθόλου παράξενο. Έτσι συμβαίνει με όλα τα κορυφαία ιστορικά γεγονότα. Κι ο Δεκέμβρης, κορυφαία στιγμή ταξικής αναμέτρησης του 20ού αιώνα, συνεχίζει να εγείρει πάθη και πολιτικές αντιπαραθέσεις που περισσότερο αφορούν τη σύγχρονη πολιτική προοπτική παρά το πεδίο της ιστορίας του περασμένου αιώνα. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρηθεί να παρουσιαστεί η πορεία προς τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 καθώς και τα βασικά στοιχεία που συντέλεσαν στη συγκεκριμένη ιστορική έκβαση.
Πού βρίσκονται λοιπόν οι ρίζες του Δεκέμβρη;
 Κοινωνικά σίγουρα βρίσκονται στον ίδιο τον Β΄ Παγκόσμιο και το βάθεμα των ταξικών αντιθέσεων που προκάλεσε, με την εξαθλίωση του κόσμου της εργασίας και τη βίαιη συμπίεση των μικρομεσαίων προς τα κάτω, ιδιαίτερα στις πόλεις και με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα στην Αθήνα. Ταυτόχρονα μικρές κοινωνικές μερίδες διατήρησαν τα πλούτη τους και άλλες εκμεταλλευόμενες την κατάσταση -κοινώς λειτουργώντας σαν γρανάζι για τον κατοχικό μηχανισμό- ανελίχτηκαν ταχύτατα κοινωνικά, απομυζώντας τις εξαθλιωμένες μάζες. Αν όμως κοιτάξουμε βαθύτερα θα εντοπίσουμε ένα νήμα να συνδέει την κατοχική εκμετάλλευση με την περίοδο που εγκαινίασαν οι συμφωνίες κλίρινγκ του 1933 και τη νέα ποιότητα που σηματοδότησε στα ταξικά ζητήματα η εγκατάσταση των προσφύγων του 1922.
Από πολιτική άποψη, οι ρίζες των Δεκεμβριανών εντοπίζονται στο δωσιλογισμό μερίδας της ελληνικής αστικής τάξης, τη φυγομαχία ενός άλλου κομματιού της και την απόφαση οργανωμένης αντίστασης στον κατακτητή και ταυτόχρονα υπεράσπισης των λαϊκών δικαιωμάτων με απεργίες, συσσίτια κι αλληλεγγύη από τη βάση που σήμανε η ίδρυση της συμμαχίας του ΕΑΜ. Κι εδώ ένα νήμα συνδέει την πραγματικότητα του Β΄ Παγκοσμίου με διαδικασίες ριζωμένες στο Μεσοπόλεμο και τις πολιτικές απαντήσεις που δόθηκαν στην τότε κρίση. Αυτές ήταν είτε φασίζουσες/φασιστικές είτε μεταρρυθμιστικές/κεϊνσιανές είτε λαϊκές/προλεταριακές. Μες στην Κατοχή το ΕΑΜ αναδείχτηκε κυρίαρχος εκπρόσωπος ενός κράματος των τελευταίων δύο κατευθύνσεων με την ελληνική αστική τάξη τελικά να πολώνεται πλειοψηφικά στη λύση της «σιδερένιας φτέρνας».
Ωρίμανση της πορείας προς τη ρήξη
Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, το αποτέλεσμα μίας κακής συνεννόησης ή μίας τυχαίας εξέλιξης των πραγμάτων όπως ουσιαστικά παρουσιάζονται από τα σχολικά εγχειρίδια. Ήταν η ωρίμανση της σταθερής πορείας προς τη ρήξη που οριζόταν από τις αποκλίνουσες πρακτικές, τοποθετήσεις και προοπτικές οι οποίες αναδείχθηκαν μέσα από τη δράση του ΕΑΜ και του αστικού κόσμου -της μερίδας του τουλάχιστον που εκπροσωπούνταν από τη λεγόμενη κυβέρνηση του Καΐρου (ουσιαστικά του παλαιού αστικού πολιτικού προσωπικού φιλοβρετανικής τοποθέτησης) και τις δυνάμεις του δωσιλογισμού.
Τα σχέδια εναντίον του ΕΑΜ χαράσσονται ήδη από την εποχή της ιταλικής συνθηκολόγησης, το καλοκαίρι του 1943, και την ολοκλήρωση της συμμαχικής επιχείρησης «Animals» («Ζώα»). Έκτοτε, η βρετανική πλευρά σε συνεργασία με το πολιτικό προσωπικό που βρίσκεται στο Κάιρο βάζει μπρος διαδικασίες για περιορισμό της δυναμικής του ΕΑΜικού κινήματος, καθώς βλέπει σ’ αυτό ένα πιθανό σοβιετικό προγεφύρωμα μετά τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου η οποία έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η διακοπή αποστολής πολεμοφοδίων στον ΕΛΑΣ από τον Σεπτέμβριο του 1943 και η αντίστοιχη ενίσχυση του ΕΔΕΣ σε χρήμα και πολεμικό εξοπλισμό εξυπηρετεί ακριβώς αυτή την προοπτική. Οι εξελίξεις επιταχύνονται μες στο 1944 με την ανάδειξη του Γεωργίου Παπανδρέου σε πρωθυπουργό της «εξόριστης» κυβέρνησης. Πρόκειται για τον άνθρωπο που εμφανίστηκε στους Βρετανούς με το πιο πειστικό σχέδιο εγκλωβισμού και τελικά κατάπνιξης του ΕΑΜικού κινήματος.
Το σχέδιο αυτό πετυχαίνει την πρώτη του μεγάλη νίκη, όταν η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ υπογράφει στα μέσα του 1944 τη Συμφωνία του Λιβάνου για το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας όπου το ΕΑΜ θα μειοψηφεί. Το κείμενο της Συμφωνίας αποτελεί πραγματική συκοφαντία εναντίον του αγώνα που διεξαγόταν στα βουνά της Ελλάδας (μιλάει για «τρομοκρατία και εγκλήματα στην ύπαιθρο») και είναι ενδεικτικό του φόβου της Βρετανίας και της ελληνικής αστικής τάξης λόγω της γιγάντωσης του ΕΑΜ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΑΜική αντιπροσωπεία παρέβη όλες τις οδηγίες που της είχαν δοθεί προ της αναχώρησής της. Ουσιαστικά μετά την υπογραφή του Λιβάνου, ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει δραματικά. Λίγες ημέρες μετά Βρετανοί και Παπανδρέου αποφασίζουν να σταματήσουν κάθε προπαγάνδα εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ οι πρώτοι ξεκινούν συστηματική πολιτική πίεση κι εκβιασμούς προς την ΕΣΣΔ -που δίνει μάχες εναντίον των ναζί στο ανατολικό μέτωπο- προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεσή της για τον βρετανικό έλεγχο της Ελλάδας. Η αποφυγή της «κομμουνιστοποίησης» των Βαλκανίων και της Ιταλίας ορίζει και τις πολιτικές συμμαχίες των Βρετανών στο εξής. Δεν είναι διόλου παράξενο, λοιπόν, που η ελληνική «εξόριστη» κυβέρνηση αναγκάζεται μόλις στις 6 Σεπτεμβρίου και μετά τη συστηματική πολιτική πίεση απ’ την πλευρά του ΕΑΜ να αποκηρύξει τα Τάγματα Ασφαλείας. Ταυτόχρονα, όσο πλησιάζει η ώρα της αποχώρησης των Γερμανών, η δράση των τελευταίων και των Ταγμάτων Ασφαλείας εντείνεται. Δεκάδες είναι οι περιπτώσεις των μπλόκων και των ολοκαυτωμάτων που σημειώνονται σε όλη την ελληνική επικράτεια το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1944.
18pano
Η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ βλέποντας την κατάσταση που διαμορφώνεται απευθύνει συνεχείς αγωνιώδεις εκκλήσεις προς τους συντρόφους της στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Η αλληλογραφία του ΚΚΕ με τα κομμουνιστικά κόμματα των γειτονικών χωρών αναδεικνύει τη θέλησή του να βρει καταρχάς πολιτική αλλά στην ανάγκη και στρατιωτική λύση ώστε να μη συντριβεί μπροστά στην επερχόμενη σύγκρουση που βλέπει στον ορίζοντα.
Είναι λάθος να θεωρείται ότι η πολιτική ηγεσία της αντίστασης χαρακτηριζόταν από αφέλεια ή δουλικότητα. Στην πραγματικότητα προσπαθούσε να βρει βηματισμό στις δύσκολες συνθήκες που όριζαν η δράση των Γερμανών και των δωσιλογικών ταγμάτων, η εχθρικότητα των Βρετανών, των φιλοβρετανικών στοιχείων του Καΐρου αλλά και του ΕΔΕΣ και η διεθνής τακτική για λαϊκά μέτωπα και μη διατάραξη της συμμαχίας ΕΣΣΔ-Βρετανίας-ΗΠΑ, που αποτελούσε βασική κατευθυντήρια γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος. Γι’ αυτό και η ηγεσία της Αντίστασης δίνει αποφασιστικές μάχες εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας και όλων των ένοπλων συνεργατών των Γερμανών λίγο πριν από την Απελευθέρωση. Προσπαθεί να εξουδετερώσει τα ένοπλα εκείνα τμήματα που βλέπει ότι θα χρησιμοποιηθούν εναντίον του μετά την απελευθέρωση. Οι μάχες του Μελιγαλά και του Κιλκίς αποτελούν δύο τέτοια παραδείγματα. Αντίστοιχα, οι ταγματασφαλίτες μαζί με τους Γερμανούς προσπαθούν να προκαλέσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες απώλειες στην ΕΑΜική παράταξη. Έτσι εξηγούνται οι σφαγές αμάχων του Χορτιάτη και των Γιαννιτσών και τα μπλόκα στην Κοκκινιά, το Αιγάλεω και το Περιστέρι λίγες μόνο εβδομάδες πριν από την αποχώρηση των Γερμανών. Εδώ όμως δεν υπάρχει άθροισμα βίας. Ο ΕΛΑΣ επιτίθεται εναντίον ένοπλων συνεργατών των κατακτητών. Εκτελεί δηλαδή ανώτερες συμμαχικές κατευθυντήριες οδηγίες. Παρ’ όλα αυτά ψέγεται από τους Βρετανούς και τον Παπανδρέου όταν το «παρακάνει» με την εξόντωση των συνεργατών του κατακτητή…
Παρά όμως την αποφασιστικότητα και τη μαχητικότητά του, την ίδια στιγμή έπασχε από έλλειψη εξοπλισμού και πολεμοφοδίων. Αυτό αποτέλεσε κορυφαίο ζήτημα που δεν πρέπει να υποτιμάται όταν αποτιμούμε πολιτικά την εποχή. Όσες φορές κι αν επιχείρησε η ηγεσία της Αντίστασης να βρει λύσεις με μια πολιτική παρέμβαση της ΕΣΣΔ που θα έβαζε φρένο στις βρετανικές πρακτικές ή με την εξασφάλιση ανεφοδιασμού και υλικής στήριξης από Βουλγαρία – Γιουγκοσλαβία κάτι τέτοιο κατέστη ανέφικτο. Η παγίδα ήταν φανερή. Η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έκρινε ότι με αβέβαιη πολιτική στήριξη και χωρίς επαρκή εξοπλισμό θα πρέπει να ελιχθεί όσο μπορεί προκειμένου να αποφύγει μια μοιραία σύγκρουση. Στο β΄ μισό του 1944 ο ΕΛΑΣ αριθμεί 53.000 μαχητές (75.000 συσσιτούντες), ενώ τα ΤΑ 25-30.000. Ο αριθμός των αντιΕΑΜικών ενόπλων ομάδων μεγαλώνει, αν συνυπολογιστεί ο ΕΔΕΣ, ενώ η ισορροπία ανατρέπεται εντελώς, αν προστεθούν οι βρετανικές δυνάμεις.

Το ΚΚΕ, που ήδη από τον Αύγουστο του 1944 έχει συμπεράνει επίσημα στη συνεδρίαση της Κεντρικής του Επιτροπής ότι η συνένωση της κυβέρνησης του βουνού με αυτήν του Καΐρου όπως κι η συνένωση του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ είναι πολιτικά αδύνατες και επίκειται βρετανική κατασταλτική προσπάθεια, ζυγίζει διαρκώς τα δεδομένα και προσπαθεί να ελιχθεί. Η βασική πολιτική επιλογή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ είναι ο πολιτικός συμβιβασμός με τις αστικές δυνάμεις, η διατήρηση της συμμαχίας με τη Βρετανία με προϋπόθεση όμως την εξασφάλιση της πολιτικής ύπαρξής του. Και σε συνθήκες πολέμου αυτό σημαίνει εξασφάλιση και της στρατιωτικής ύπαρξής του. Γι’ αυτό ακριβώς η πολιτική αντιπαράθεση λίγο πριν από το ξέσπασμα των συγκρούσεων του Δεκέμβρη περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ. Έχοντας υπογράψει και τη συμφωνία της Καζέρτας, τις παραμονές της απελευθέρωσης, που υποτάσσει τον ΕΛΑΣ στις οδηγίες του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι, το ΕΑΜ οδηγείται βήμα βήμα στη στρατιωτική -και όπως είπαμε πολιτική- περιθωριοποίηση. Ο ίδιος ο Τίτο, σε συνάντησή του με αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, στις 15/11/1944, το προτρέπει όχι μόνο να μην αφοπλιστεί ο ΕΛΑΣ αλλά να μαζέψει κι άλλο εξοπλισμό. Παρ’ όλα αυτά οι Γιουγκοσλάβοι δίνουν ακόμα μάχες με τα γερμανικά στρατεύματα στα εδάφη τους, ενώ η νέα βουλγαρική κυβέρνηση δεν έχει ακόμα σταθεροποιηθεί στην εξουσία. Το φρένο του Κόκκινου Στρατού στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας και η απάντηση του Μολότοφ μέσω Δημητρόφ ότι «οι Έλληνες πρέπει να λύσουν τα προβλήματά τους μόνοι τους» ολοκληρώνουν το κάδρο. Υπό αυτές τις συνθήκες και με αυτά τα δεδομένα φτάνει το ΕΑΜικό στρατόπεδο στον Δεκέμβρη του 1944.
18kato
Χάρη στους Άγγλους σώθηκαν βιομήχανοι, επιχειρηματίες, μαυραγορίτες και λαδέμποροι
Οταν μετά το διαδοχικό αιματοκύλισμα της κεντρικής διαδήλωσης του ΕΑΜ στην Αθήνα στις 3 Δεκέμβρη και της πορείας της απεργίας που προκηρύσσεται στις 4 Δεκέμβρη ξεσπούν ένοπλες συγκρούσεις, η πόλη χωρίζεται στα δύο. Η δυναμική της σύγκρουσης που φέρει μέσα της τη συσσωρευμένη εμπειρία των 3,5 ετών της Κατοχής ξεπερνάει τους όποιους πολιτικούς σχεδιασμούς. Η πόλωση είναι ακραία.
Από τη μία συσπειρώνονται οι βιομήχανοι και μεγαλοεπιχειρηματίες που ανησυχούν από την πρόσφατη επικράτηση των κομμουνιστών στις εκλογές της ΓΣΕΕ και τα δείγματα γραφής που έχει δώσει ήδη επί Κατοχής το εργατικό ΕΑΜ. Μαζί τους οι μερικές δεκάδες χιλιάδες που απέκτησαν 350.000 ακίνητα την περίοδο της Κατοχής στο 7% της προπολεμικής τους αξίας, οι λαδέμποροι και μαυραγορίτες που πλούτιζαν την ώρα που ο αθηναϊκός πληθυσμός λιμοκτονούσε, αλλά κι εκείνοι που απέσπασαν τις περιουσίες των Εβραίων. Μαζί τους οι μπλοκαδόροι, οι ένοπλοι και άοπλοι συνεργάτες των ναζί κι όσοι υπηρέτησαν τον κατοχικό κρατικό μηχανισμό με θέρμη. Επικεφαλής τους το παλαιό αστικό πολιτικό προσωπικό που είχε ήδη χρεοκοπήσει προ της μεταξικής δικτατορίας του 1936. Αυτοί, χωρίς τη συμμετοχή των Βρετανών, μπορούσαν μετά βίας να ελέγξουν την περιοχή Ομόνοια – Σύνταγμα και κάποιους σκόρπιους θύλακες στο Γουδί και στου Μακρυγιάννη. Οι δυτικές και ανατολικές συνοικίες, η Καλλιθέα, ο Πειραιάς, το Μεταξουργείο, το Παγκράτι, το Γκύζη, γρήγορα και το Θησείο, ουσιαστικά το σύνολο της Αθήνας, ελέγχοταν από το ΕΑΜ και το στήριζαν.
Η πολύχρονη καταπίεση, η φτώχεια κι η αιματηρή δράση των συνεργατών των ναζί κατέστησαν τις γειτονιές της Αθήνας καζάνια που κόχλαζαν. Σε αυτά κατοικούσαν οι εργάτες που δειλά δειλά και χωρίς πολιτική καθοδήγηση είχαν αρχίσει να επιχειρούν να καταλάβουν τα κλειστά εργοστάσια στο μεσοδιάστημα Απελευθέρωσης-Δεκεμβριανών, για να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας που είχε διογκωθεί. Εκεί κατοικούσε ο κόσμος που απέργησε για καλύτερους μισθούς και σταμάτησε τις απολύσεις στην κατεχόμενη Αθήνα του 1942, που με πολιτική απεργία και μαχητική διαδήλωση στις αρχές του 1943 εισέβαλε στο φρουρούμενο υπουργείο Εργασίας, έκαψε καταστάσεις και πήρε κρυμμένα τρόφιμα, τα οποία μοίρασε στο λαό της Αθήνας και τελικά ματαίωσε οριστικά την κατοχική επιστράτευση με τη διαδήλωση των 200.000 στις 5 Μάρτη στην κατεχόμενη Αθήνα του 1943. Εκεί συντάχθηκαν όσοι αποτέλεσαν το «τιμωρό χέρι του λαού» στην περίοδο της Κατοχής δολοφονώντας συνεργάτες των κατακτητών αλλά και όσοι κράτησαν τον αθηναϊκό λαό σωματικά όρθιο με τα συσσίτια αλληλεγγύης και πνευματικά όρθιο με τα ποιήματα, τα τραγούδια και τα θεατρικά τους έργα. Ό,τι απαιτούσαν οι τελευταίοι ήταν θανάσιμος κίνδυνος για τους πρώτους και αντίστροφα ό,τι επιθυμούσαν οι πρώτοι ήταν αιτία πολέμου για τους τελευταίους. Ποτέ οι ταξικές αντιθέσεις δεν βγήκαν ξανά τόσο έντονα στο προσκήνιο όσο εκείνες τις μέρες του Δεκέμβρη. Γι’ αυτό κι η μάχη ήταν σφοδρή, παρότι το ΕΑΜ ουσιαστικά αγωνιζόταν χωρίς επιτελικό σχέδιο, χωρίς ξεκάθαρη πολιτική στόχευση.
Στο στρατιωτικό επίπεδο η σύγκρουση κρίθηκε με την είσοδο των βρετανικών στρατευμάτων στο παιχνίδι. Μέχρι και την τελευταία στιγμή η ηγεσία της Αντίστασης προσπαθούσε να βρει διέξοδο σ’ αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, όπως ομολογούν τα λεγόμενα του μέλους του ΠΓ του ΚΚΕ Πέτρου Ρούσου, που έφτασε στη Βουλγαρία στις 7 Δεκέμβρη. Δηλώνοντας πως στόχος του ΕΑΜ είναι η εκκαθάριση των φασιστών κι η επίτευξη συμφωνίας με τους Άγγλους, συμπλήρωνε: «Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες. Πιο πολύ μας δυσκολεύει η απομόνωση από τον έξω κόσμο», ενώ ακόμα και στις 13/12 το βουλγαρικό ΚΚ ενημέρωνε τον Δημητρόφ στη Μόσχα ότι «οι δικοί μας δεν έχουν πρόθεση να συνθηκολογήσουν».
Το βρετανικό ναυτικό που μπορούσε από τον Πειραιά να βομβαρδίσει τους πρόποδες του Υμηττού, η βρετανική αεροπορία που ξέρναγε βόμβες ισοπεδώνοντας το Περιστέρι και τις άλλες φτωχογειτονιές της Αθήνας, τα τανκς και οι δεκάδες χιλιάδες Βρετανοί στρατιώτες δεν μπορούσαν να νικηθούν από τα λιανοντούφεκα του «λειψού» ΕΛΑΣ, που παρατάχθηκε στην Αθήνα χωρίς προοπτικές ανεφοδιασμού. Απέναντι σ’ αυτούς τους δυσμενείς συσχετισμούς η μάχη της Αθήνας κράτησε 33 ημέρες.
Για την ελληνική αστική τάξη, η νίκη του Δεκέμβρη δεν σήμανε χαρές και πανηγύρια. Ο ΕΛΑΣ είχε αποδείξει ότι ήταν ικανός να κατατροπώσει τις διαθέσιμες αντιΕΑΜικές δυνάμεις σε πόλεις και χωριά (οι περίφημοι Χίτες είχαν σωθεί τις πρώτες μέρες των Δεκεμβριανών με βρετανική παρέμβαση, αφού ως γνωστόν οι μαχητές του ΕΛΑΣ είχαν εντολή να μην πυροβολούν εναντίον Άγγλων). Το ΕΑΜ ακτινοβολούσε στις λαϊκές συνοικίες των πόλεων και στην ύπαιθρο και παρά το συγκρατημένο πολιτικό του πρόγραμμα είχε διδάξει έναν άλλο τρόπο ζωής με πραγματική ισονομία, λαϊκή αυτοοργάνωση και δικαιοσύνη. Αυτό το φρόνημα που είχε προσελκύσει και τα πραγματικά προοδευτικά στοιχεία μέσα από την αστική τάξη, ήταν πλέον φανερό, μπορούσε μόνο να τσακιστεί με τον σφιχτό εναγκαλισμό της ελληνικής αστικής τάξης με τα ακροδεξιά, φασιστικά στοιχεία και τους Βρετανούς επικυρίαρχους. Το σίγουρο είναι ότι η ελληνική αστική τάξη δεν λοξοκοίταξε ποτέ προς μια ομαλή αστικοδημοκρατική μεταπολεμική εξέλιξη. Από την άλλη πλευρά φάνηκε ότι το ΕΑΜ είχε πιθανότητες κυριαρχίας μόνο αν είχε καταρτίσει και αναπτύξει από νωρίς σχέδιο κατάληψης της Αθήνας, όχι τον Δεκέμβρη αλλά κατά την απελευθέρωσή της. Το αν αυτό ήταν εφικτό γενικότερα ή πιο συγκεκριμένα μες στα πλαίσια που όριζαν οι «συμμαχικές» υποχρεώσεις και δεσμεύσεις είναι δύσκολο ερώτημα να απαντηθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου